Τετάρτη 21 Νοεμβρίου 2012

ΠΕΖΟΓΡΑΦΗΜΑ


ΦΤΩΧΕΙΑ ΣΤΑ ΜΕΣΑ ΤΟΥ 1950

ΜΑΝΟΥΣΟΣ Γ. ΔΑΣΚΑΛΑΚΗΣ

Στα μέσα της δεκαετίας του 1950 ήρθε από το χωριό του ο Σταμάτης, στην Πάτρα οικογενειακώς. Σχεδόν 11 μέλη σχημάτιζε η οικογένεια του μαζί με τη χήρα μάνα του.Έφυγε απελπισμένος από τη μεγάλη φτώχεια του χωριού του για μια καλύτερη ζωή στη πόλη. Δεν είχε καμιά ειδίκευση ούτε ο ίδιος ούτε τα παιδιά του, όπου μερικά από τα 8, πήγαιναν ακόμη στο δημοτικό. Ήταν ο Σταμάτης, πενήντα χρονών

περίπου. Σχεδόν γέρος για την εποχή του. Παράδερνε σε διάφορες μικροδουλειές. Ποτέ δεν κατάφερνε να κερδίζει τον σίτο και τον οίνο της ημέρας.Είχε τόσα στόματα να θρέψει? Ήταν και φαγάδικα τα μικρά, αλλά και τα μεγαλύτερα παιδιά του, βρισκόταν στην ανάπτυξη τους. Μονάχα ότι έπρεπε να κρατά στο σπίτι 4 κιλά ψωμί χάσικο, για να έχουν να φάνε με λίγες ελιές, του πήγαινε πολύ.Λυπόταν, αισθανόταν ανήμπορος, και άχρηστος αλλά, ούτε αυτό πολλές φορές δεν το έφερνε στο καλύβι, και άκουγε τον εξάψαλμο από τη κυρά Παγώνα τη γυναίκα του.Πέρασαν τουλάχιστον τρία χρόνια χωρίς να έχει κάποια σταθερή εργασία.

Απελπισμένος προσέφυγε στον επιχειρηματία Βαρόπουλο που είχε μια μεγάλη βιοτεχνία παραγωγής παγωτών και γλυκισμάτων.Τον παρακάλεσε και του παραχώρησε ένα τρίροδο καρότσι για να πουλάει παγωτά . Έβαλε ο Σταμάτης μια άσπρη μπλούζα και άρχισε να περιφέρεται στο ΚΤΕΛ, στα σχολεία, στις γειτονιές. Τα παγωτά ήταν φθηνά και οι άνθρωποι αλλά κυρίως τα παιδιά, αγόραζαν παγωτά για να δροσίσουν το λαρύγγι τους και να απολαύσουν τη γεύση του νόστιμου και γλυκού παγωτού.

Οι δραχμές άρχισαν να εισέρχονται στη τσέπη του μπάρμπα Σταμάτη και να του ανοίγουν την όρεξη.Το βραδάκι όταν τέλειωνε από την δουλειά πήγαινε στην αγορά και γέμιζε μια τσάντα τρόφιμα για το σπίτι. Το κλίμα είχε αποκατασταθεί και η γκρίνια ήταν πιο σπάνια. "Γιατί ρε συ Σταμάτη δεν έκανες αυτή τη δουλειά πιο μπροστά για να μην έχεις και τη μουρμούρα της γυναίκας σου;" Τον ρωτά ό στενός του φίλος Αλέξανδρος όπου έπιναν πότε πότε κανένα κρασάκι παρέα. "Ντρεπόμουν μωρέ Αλέξανδρε. Λόγω τιμής. Δεν ήθελα να με βλέπουν οι χωριανοί μου, όσοι θα ερχόταν στη Πάτρα να έχω καταντήσει πλανόδιος παγωτατζής." Και ήταν καλύτερα Σταμάτη μου, να μένει νηστική η οικογένεια σου; Για ένα εγωϊσμό; Καμιά τίμια δουλειά δεν έχει ντροπή. Τι νόμιζαν δηλαδή πως ήσουν οι χωριανοί σου; Ο βιομήχανος Μποδοσάκης, ή ο Ωνάσης;" Ο Σταμάτης δεν απάντησε. Απλά έσκυψε ένοχα το κεφάλι του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου