Σάββατο 3 Νοεμβρίου 2012


                                         ΠΕΖΟΓΡΑΦΗΜΑ
                                          ΦΥΛΟ ΠΟΡΕΙΑΣ
                       ΓΡΑΦΕΙ Ο ΜΑΝΟΥΣΟΣ Γ. ΔΑΣΚΑΛΑΚΗΣ
Εκείνο το ήρεμο και γλυκύ καλοκαιρινό βραδινό του 1968, ο Μίμης βρέθηκε να ταξιδεύει με το «Φέρι» από το λιμάνι της  Σούδας για τον Πειραιά. Ήταν ένα γερό εικοσάχρονο παλικάρι όλο ζωή. Μόλις είχε σκουπίσει τα μάτια του από τα δάκρυα που του προκάλεσε η λύπη του για την αναχώρηση του, για πρώτη φορά από τον γενέθλιο τόπο του.  «Εδώ ρε στραβάδια ήρθατε στο στρατό να γίνετε άντρες.» «Κι όμως κύριε μου και οι άντρες κλαίνε.» Τότε ο κόσμος δεν ταξίδευε τακτικά ούτε η Κρήτη είχε υπολογίσιμο τουρισμό. Στο πλοίο ο Μίμης συνάντησε μερικά παιδιά της ηλικίας του που ήταν και αυτά έτοιμα να καταταγούν στο στρατό. Δεν τον πείραξε που θα πήγαινε να υπηρετήσει για 27 μήνες την πατρίδα ούτε ζήτησε αναβολή τότε που τον παρότρυνε η παρέα του. Τον καιρό εκείνο είχε πάθει ένα τροχαίο ατύχημα. Το θεωρούσε όμως καθήκον του να υπηρετήσει την πατρίδα, που ο πρώτος της κυβερνήτης της Ιωάννης Καποδίστριας της είχε δωρίσει όλη του την περιουσία, και όλο του το πυρ για να κυβερνήσει την νέα μικρή και φτωχή Ελλάδα και έπεσε δολοφονημένος από χέρι Έλληνα. Αυτές οι εμφύλιες διαμάχες, αν έλειπαν από την χώρα.  Ο Μίμης διάβασε για το έπος του Έλληνα πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου και την διπλωματική εφυία του ώστε να κατορθώσει να διπλασιάσει τον Ελλαδικό χώρο. Και τότε είχαμε διχασμούς και εμφύλιες διαμάχες. Φιρί, φιρί το πάμε εμείς να τρωγόμαστε μεταξύ μας. Μήπως είναι στην βιολογία μας και δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς;
Στο καράβι συναντήθηκε με τον Βασίλη. Είχαν γνωριστεί στο παρελθόν μέσω κοινής παρέας. Κατά τύχη θα παρουσιαζόταν μαζί στο ίδιο στρατόπεδο λίγο έξω από την Αθήνα. Τον Βασίλη που ήταν  ένας νέος μετρίου αναστήματος καστανός με πράσινα μάτια και ένα θλιμμένο βλέμμα, είχε να τον δει αρκετό καιρό. Είχε όμως πληροφορηθεί ότι είχε φυλακισθεί για πάνω από έξι μήνες από έκτακτο στρατοδικείο της χούντας. Τον Απρίλιο για την ακρίβεια τα ξημερώματα στις 21-4-1967 μια ομάδα συνωμοτών υπό τον αντισυνταγματάρχη Γ. Παπαδόπουλο είχε κατεβάσει τα τεθωρακισμένα στους δρόμους της πρωτεύουσας, είχε συλλάβει την πολιτική ηγεσία και είχε κηρύξει στρατιωτικό νόμο. Ο Βασίλης είχε ενταχθεί σε μια οργάνωση αριστερής κατεύθυνσης
στα Χανιά και είχε λάβει μέρος σε αντιστασιακές ενέργειες κατά της χούντας. Τον Απρίλιο του 1968  όταν η χούντα έκλεισε ένα χρόνο στην εξουσία αισθάνθηκε περισσότερο ισχυρή, και τους έδωσε χάρη. Εκείνο το καλοκαιρινό βράδυ του Ιουλίου ταξίδευαν μαζί με ούριο τον άνεμο για να καταταγούν στο στρατό. Όταν έφθασαν στα μισά της διαδρομής στην περιοχή της βραχονησίδας Φαλκονέρας γύρω στις 12 με1 μετά τα μεσάνυχτα, θυμήθηκαν το ναυάγιο του « φέρι μπώουτ» «Ηράκλειον» το Δεκέμβριο του1966, όπου βυθίστηκε και πήρε μαζί του ίσαμε 350 ανθρώπους από την Δυτική Κρήτη. Τι ανείπωτη τραγωδία Θεέ μου? Χωρίς να τους αναγγείλει κανείς τίποτα, τήρησαν από μόνοι τους ενός λεπτού σιγή στην μνήμη των αδικοχαμένων αυτών συνανθρώπων μας. Ο Μίμης μάλιστα θυμόταν με μεγάλη του λύπη ότι την ίδια εποχή με λίγες ημέρες διαφορά  είχε χάσει τον αγαπημένο του πατέρα. Είχε φορέσει πένθιμα μαύρα ρούχα και είχε αφήσει γένια όπως συνηθιζόταν στην Κρήτη.  Πολλοί άνθρωποι ης πόλης τον ρωτούσαν¨ «αν χάθηκε  ο πατέρας του στο ναυάγιο.»
Το ξημέρωμα πριν ανοίξουν τα μαγαζιά έφθασαν στο λιμάνι του Πειραιά. Σταμάτησαν στο πρώτο διανυκτερεύον ζαχαροπλαστείο να πάρουν ένα ζεστό γάλα.
Αισθανόταν σαν χαμένοι επαρχιώτες που ερχόταν για πρώτη φορά στην μεγαλούπολη. Τριγυρνούσαν άσκοπα  πότε με τα πόδια μέχρι που έβγαζαν φουσκάλες, και πότε με τον «ΗΣΑΠ» χαζεύοντας άσκοπα εδώ και εκεί. Το μεσημεράκι  επισκέφθηκαν την Ακρόπολη για να δουν το καλλιτεχνικό θαύμα που μα άφησαν οι αρχαίοι Αθηναίοι στον «χρυσό αιώνα» του Περικλέους.
Το βραδάκι πήγαν σένα κουρείο και κουρεύτηκαν ελαφριά  για να προλάβουν να μην τους κουρέψουν με την ψιλή μηχανή στο στρατόπεδο αλλά δεν την γλύτωσαν.
Πριν εισέλθουν μέσα,  πήγαν σε μια ταβερνούλα έξω από το στρατόπεδο δείπνησαν ήπιαν και από ένα δύο ποτηράκια ρετσίνα, και αισθάνθηκαν για λίγο ακόμη ελευθερία, πριν γίνουν εντός, νεοσύλλεκτοι και τους παραλάβουν οι υπαξιωματικοί στα καψόνια..

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου