Κυριακή 20 Ιανουαρίου 2013


                                       ΠΕΖΟΓΡΑΦΗΜΑ
               ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΩΝ
                         ΜΑΝΟΥΣΟΣ Γ. ΔΑΣΚΑΛΑΚΗΣ
Ο Συμεών Συμεωνίδης είναι ένας ψηλός άνδρας αδύνατος με λευκά μαλλιά. Είναι συνταξιούχος καθηγητής γύρω στα 70 φιλόλογος και ιστορικός.Η σύζυγος του είναι η Μαρία Χαλιάτσου "του Δημοσθένους παρακαλώ", όπως λέει για να την ξεχωρίζουν από την εξαδέλφη της, που είναι του Γεωργίου, και έχουν το ίδιο όνομα και ασχολούνται με το ίδιο επάγγελμα. Η Μαρία ήταν η μόνη από τις έξη αδελφές της, που ξεχώρισε στα γράμματα.Το πρόσεξε ο αδελφός του πατέρα της ο Μικές που είχε προοδεύσει και είχε μια καλή επιχείρηση στην Αθήνα.Ο θείος της ο Μιχάλης είχε μόνο ένα κορίτσι και δεν είχε πρόβλημα να βοηθήσει τη αγαπημένη του ανιψιά Μαρία, να τελειώσει τη "Μαράσλειο παιδαγωγική ακαδημία", για να διορισθεί ως δασκάλα.
Στην πορεία γνώρισε και το Συμεών ερωτεύτηκαν παντρεύτηκαν και έκαναν οικογένεια με τρία παιδιά και εγγόνια. Οι πέντε αδελφές της Μαρίας έμαθαν διάφορες τέχνες την εποχή εκείνη.Όπως, ράπτρια, κομμώτρια, μοδίστ{ρ}α κ.λ.π Όλες οι κοπέλες βρήκαν γαμπρούς με προξενιό,φτωχούς βιοπαλαιστές διαφόρων επαγγελμάτων. Όπως ναυτικός, οικοδόμος ξυλουργός μπογιατζής,κ.α Μάλιστα επειδή τα κορίτσια ήταν εμφανίσιμα ο πατέρας τους φτωχός και αγράμματος αγρότης υπερηφανευόταν ότι¨ "εγώ πάντρεψα τα κορίτσια μου δίχως προίκα." Δυο πράγματα μετρούσαν στη συνείδηση των λαϊκών στρωμάτων της επαρχίας,-δύο πρέπει- για τις γυναίκες στις παλαιότερες δεκαετίες. Η παρθενιά και η προίκα. Η γυναίκα έπρεπε να μείνει παρθένα μέχρι την ημέρα του γάμου.Η παρθενική της αγνότητα εθεωρείτο σύμφωνα με τα ήθη της εποχής "η τιμή της" και γινόταν φρικτά εγκλήματα "για τη τιμή και τη υπόληψη της γυναίκας" στο υποκριτικό και ανδροκρατούμενο -φαλλοκρατικό- περιβάλλον.Όσο για την προίκα ήταν έθιμο ο πατέρας να δίνει προίκα στον γαμπρό που θα παντρευόταν την κόρη του.Ο θεσμός της προίκας, ήταν ένα απερίγραπτο βάρος για τους γονείς που είχαν πολλά κορίτσια. Έπρεπε να τα παντρέψουν μικρά και να δώσουν προίκα. Πολλές φορές οι γαμπροί ζητούσαν σπίτια από γονείς που δεν είχαν που τη κεφαλή κλίναι. Δεν είναι τυχαίο που ο σπουδαίος συγγραφέας Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης το 1900 περίπου, που έγραφε
την "Φόνισσα" έβαλε την κυρά Χαδούλα να σκοτώνει τα νεογέννητα κορίτσια του χωριού για να μην υποφέρουν μέσα στην οικογένεια, υποχείριες του βίαιου πατέρα, και αργότερα εξαρτημένες από ένα τυραννικό σύζυγο.Μιά φορά κάθε -τουλάχιστον- δύο μήνες προσπαθούσαν οι αδελφές της Μαρίας, να αφήσουν την παραδοσιακή φροντίδα του σπιτιού και των εγγονιών για να συγκεντρωθούν μεταξύ τους παρέα με τους ηλικιωμένους πλέον άνδρες τους.Αυτή η οικογενειακή συγκέντρωση, για τον Συμεών ήταν μια αγγαρεία που όσο περνούσαν τα χρόνια δεν μπορούσε να την αντέξει. Συμπαθούσε τους ανθρώπους του λαού, γιατί κι αυτός σάρκα από τη σάρκα του λαού ήταν, μα δεν άντεχε τη φτώχεια του πνευματικού επιπέδου κυρίως ενός μπατζανάκη του, του Αγησίλαου.Συνέχεια αμολούσε κοτσάνες ο Αγησίλαος, που του θύμιζαν τις βλακείες και τα παραλλαγμένα Ελληνικά που έβαζαν οι σεναριογράφοι στο στόμα της ηθοποιού Γεωργίας Βασιλειάδου στις ασπρόμαυρες Ελληνικές ταινίες της δεκαετίας του 1960. "Κοίτα φάτσα σκεπτόταν που είναι και ψηφοφόρος στις εκλογές." Το απόγευμα που περίμεναν τους συγγενείς ο Συμεών ήθελε να κρυφτεί σαν το μικρό εγγόνι του σε μια ντουλάπα για να μη κάνει παρέα μαζί τους.Αναλογιζόταν όμως τη μουρμούρα της γυναίκας του που ήταν δεμένοι με τις αδελφές της.
Ήλθαν όλοι στη συνηθισμένη ώρα πλην ενός ζευγαριού όπου τηλεφώνησαν ότι είχαν μια έκτακτη υποχρέωση.Ο Αγησίλαος αμόλησε την αθυρόστομη βλακεία του ."Ο μπατζανάκης μου ο Κωστής, τώρα θα γαμάει την Ευαγγελία γιαυτό δεν μπορεί να έρθει μαζί μας." Πενήντα χρόνια μαζί κι ακόμη έχει διάθεση, χαμογελά πονηρά η Κωνσταντία. Μετά ο Αγησίλαος, άρχισε μια ακατάσχετη φλυαρία για τη πολιτική κατάσταση σε επίπεδο πολύ κατώτερη από του καφενείου. Ο Συμεών δεν μπορούσε να καθίσει να τον ακούει και πήγαινε βόλτες μέσα έξω στα δωμάτια σαν πληγωμένο θηρίο.Όταν αναχώρησαν οι συγγενείς, και έκλεισε η πόρτα πίσω τους έβγαλε ένα αναστεναγμό ανακούφισης. Πήγε στο σαλόνι του, κάθισε αναπαυτικά και έβαλε ένα δισκάκι {σιντί} στο στερεοφωνικό με ένα παλιό και αγαπημένο του δίσκο¨- "το Χαμόγελο της Τζοκόντα" του Μάνου Χατζηδάκη που του ηρεμούσε την ψυχή. Άναψε τσιγάρο,τράβηξε μια ρουφηξιά, και χάθηκε στις αναμνήσεις του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου