Η ΜΕΤΑΚΑΤΟΧΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ
Μια φορά κι ένα καιρό
χειμώνας βαρύς, ήταν θαρρώ
ζούσε μια φτωχή Ελλάδα,
που τρεφόταν με φασολάδα.
Μετά την κατοχή στην χώρα
εκείνη, έγινε χαμός και
εμφύλιος σπαραγμός.
Ας μην αναλύσουμε τώρα
τις αιτίες, και ξύνουμε πληγές
από της ιστορίας τις πηγές.
Φτώχια και καθυστέρηση
εκείνο τον καιρό, δεν είχαν
τα χωριά μας, ούτε φως
ούτε νερό. Για τουαλέτες
οι φτωχοί, είχαν το ξέφωτο στ`αστέρια
και λίπαιναν την γη .
με την δική τους παραγωγή.
Οι άθλιοι της Ελλάδας
της υπαίθρου χώρας,
με τας γυναίκας τας μαυροφόρας.
δεν άντεχαν την φτώχεια και
τους διωγμούς, της «εθνικοφροσύνης»
τους κραδασμούς.
Πήραν των ματιών τους απελπισμένοι
και ήρθαν στις πόλεις, σαν συφοριασμένοι.
Τι τραγική κατάσταση, κι αυτή, η εσωτερική
η μετανάστευση.
Αναζητούσαν καλύτερη ζωή
λίγη χαρά ,γλυκό ψωμί,
να δώσουν φρέσκο αέρα
στην πικραμένη τους αναπνοή.
Η πόλη δεν ήταν έτοιμη να τους
υποδεχθεί με εξαίσιες μουσικές
ούτε με πατρικές αγκαλιές.
Τους φέρθηκε σαν κακή μητριά
με τιμωρία σε μία γωνία.
Οι χωρικοί ζούσαν μέσα στα ρίγη
ως παρίες και κολίγοι.
Άλλοι στην οικοδομή ,και
στο πηλοφόρι , με ιδρώτα
έβγαζε το ψωμί το αγόρι.
Και άλλοι καστανάδες κουλουροπώλες
παγωτατζήδες και λαχειοπώλες.
Αν ήσαν τυχεροί έβρισκαν μια θέση
σε πολυκατοικίες ως θυρωροί.
Στις φάμπρικες της Γερμανίας ως ξένοι
εργάτες έβαζαν πλάτες με πόνους και
με κλάματα ,για να στεριώσουν
τα μεταπολεμικά τα «θαύματα».
Πίκρα και εκεί και πολύ κόστος,
για την πατρίδα υπήρχε νόστος.
Έκτισαν και σπίτια στην Ελλάδα
οι παλαιοί αγρότες,
στις παρυφές των πόλεων ως ιππότες.
Δεν θέλησαν να χαλάσουν των αστών την βολή
οι απόκληροι ,οι άθλιοι οι πολλοί.
Το σπίτι το δικό τους το βάπτισε
το αστικό κράτος αυθαίρετο,
μα γιαυτούς ήταν γεγονός εξαίρετο.
Γιατί έβαλαν ένα κεραμίδι πάνω
στο κεφάλι τους ,για να μην βλέπουν
οι άλλοι το . χάλι τους.
Τώρα έρχεται η δεκάτη με
υπουργό, και της εξουσίας αναβάτη
ένα άτεγκτο τεχνοκράτη.
Αναδρομικά αποφάσισε να πάρει των γερόντων,
Το κουφάρι για να γεμίσει των Δαναϊδων το πιθάρι.
Με άγρια φορολογία στα παλιά αυθαίρετα
Αναδρομικά και καθόλου σπλαχνικά
Ζητάει κεφάλια επί πίνακι ξαφνικά.
Αντί να κάνει υποκλίσεις σε
Κουρασμένες από το μόχθο συνειδήσεις.
ΜΑΝΟΥΣΟΣ Γ. ΔΑΣΚΑΛΑΚΗΣ
ΠΟΙΗΣΗ
Πριν από 17 ώρες
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου