Σάββατο 27 Αυγούστου 2011

ΠΕΖΟΓΡΑΦΗΜΑ
ΝΕΟΙ ΚΑΙΡΟΙ ΝΕΑ ΗΘΗ
ΓΡΑΦΕΙ Ο ΜΑΝΟΥΣΟΣ Γ. ΔΑΣΚΑΛΑΚΗΣ
Η ημέρα έλαμπε χαρμόσυνα από τον ήλιο του καλοκαιριού. Ο Δημήτρης Σαράντης όμως δεν μπορούσε πλέον, να απολαύσει τις χαρές της ζωής. Ήταν υπερήλικας με ελαφρύ εγκεφαλικό. Μέχρι πρότινος όμως ήταν πολύ καλά στην υγεία του. Έσφυζε από ζωή. Κανείς από τους φίλους του, δεν το περίμενε ότι από την μία ημέρα, ως την άλλη θα έπεφτε κατάκοιτος στο κρεβάτι. Αυτός βρε παιδί μου είχε θηριώδεις αντοχές για την ηλικία του. Ήταν μέλος του ορειβατικού συλλόγου. Πήγαινε πρώτος και καμαρωτός στις εκδρομές, που ήταν πεζοπορίες , στα φαράγγια και στα βουνά. Όταν καθόταν στο τραπέζι για φαγητό, έτρωγε πολύ και σαν λύκος. Είχε ένα παλαιό αυτοκίνητο, που το είχε κάπου παρκάρει, παρατημένο. Του άρεσε το βάδην και πεζοπορούσε, ατελείωτα χιλιόμετρα καθημερινά. Ήταν ένας ολοζώντανος άνθρωπος. Η ζωντάνια αυτή και τα πολλαπλά ενδιαφέροντα του, τού χάριζαν χρόνια από την πραγματική του ηλικία. Ήταν μέλος σε πνευματικούς συλλόγους, και συμμετείχε ενεργά στα πολιτιστικά δρώμενα. Με τις γυναίκες πάντα ευγενικός, όλο αβρότητα της χαιρετούσε με χειροφίλημα παλιού αριστοκράτη. Η οικογένεια του κυρ Δημήτρη ήταν τετραμελής. Είχε δύο παιδιά σε ώριμη ηλικία και ένα εγγόνι. Η σύζυγος του άφησε τον μάταιο τούτο κόσμο προ δεκαετίας. Η κόρη του είχε μεταβεί προ πολλού χρόνου για μεταπτυχιακό στις Η.Π.Α. Δεν επέστρεψε ποτέ στην Ελλάδα. Οι επισκέψεις της ήταν αραιές. Περίπου κάθε πέντε χρόνια μέχρι που έπαψε να έρχεται.
Ήταν απονιά, ή ψυχρότητα στις σχέσεις της, με τον πατέρα, που από εγωισμό και των δύο, δεν μπορούσε να γεφυρωθεί; Ήταν και οι δύο κλειστοί χαρακτήρες και δεν μιλούσαν ποτέ για τα προσωπικά τους . «Τα εν οίκω μη εν Δήμω» απαντούσαν σε φίλους και συγγενείς. Ο γιος του ο Αντώνης ήταν φαρμακοποιός. Η γυναίκα του Αντώνη ήταν καθηγήτρια Αγγλικής φιλολογίας. Είχαν ένα παλικάρι τον Δημήτρη που ήταν δεκαοχτώ ετών. Ο παππούς Δημήτρης λάτρευε τον εγγονό του, με τον οποίο είχαν και το ίδιο όνομα. Χαιρόταν να παίζει μαζί του όταν ήταν μικρό το παιδί , και να το απολαμβάνει λέγοντας του ιστορίες και παραμύθια. Ο ίδιος δεν ζούσε μαζί τους. Διέθετε ένα σπίτι στη Σητεία τόπο καταγωγής της μακαρίτισσας της γυναίκας του ,όπου περνούσε εκεί σε ήρεμο κλίμα τον καιρό του. Για κακή του τύχη όμως αρρώστησε και επέστρεψε στην πόλη του γιού του. Ο γιος του τον αγαπούσε, η νύφη του, τον συμπαθούσε, ο εγγονός τον λάτρευε. Η νύφη του όμως ήταν καθηγήτρια και εργαζόταν έξω. Ο γιος του δούλευε στο φαρμακείο του, και ήταν υπέρ απασχολημένος. Ο εγγονός διάβαζε υπερωρίες στο φροντιστήριο για τις πανελλήνιες. Το δίλημμα ήταν μεγάλο, και είχε έντονο συναισθηματικό φορτίο, για τον Αντώνη. Τι θα απογινόταν τώρα μόνος ο άρρωστος πατέρας του; Παρά τα κλάματα του εγγονού, και τα παρακάλια, τον μετέφερε ο γιος, σε ιδιωτικό γηροκομείο. Ο εγγονός Δημήτρης νέος, και ευαίσθητος, συναισθηματικά φορτισμένος, δεν το συγχώρησε ποτέ στον πατέρα του. Ήθελε τον παππού στο σπίτι τους να σβήσει στην αγκαλιά του. «Δεν φταίω εγώ παιδί μου του είπε ο Αντώνης. Φταίει η εποχή μας. Σήμερα η εποχή έχει απαιτήσεις. Αν δεν ανταποκριθούμε θα μείνουμε στο περιθώριο». Ο χρόνος περνάει σαν το νεράκι. Σήμερα κοιμάστε με μαύρα μαλλιά και ξυπνάτε με λευκά σαν το χιόνι. Ο μικρός Δημήτρης έγινε φαρμακοποιός και ανέλαβε το φαρμακείο το πατέρα του. Όταν ο πατέρας του δεν είχε πια πνοή πάνω του, από τα γεράματα, του θύμισε τα λόγια που του είπε όταν πήγε τον παππού του στο γηροκομείο. «Δεν φταίω εγώ πατέρα .Φταίει η εποχή μας». Με την ίδια σκληρότητα έδωσε εντολή να πάνε τον πατέρα του στο ίδιο συμπτωματικά γηροκομείο που απεβίωσε εγκαταλειμμένος ο παππούς του..

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου