Δευτέρα 15 Αυγούστου 2011

ΓΙΑΤΙ ΕΦΥΓΕΣ ΤΟΣΟ ΕΝΩΡΙΣ;
ΔΙΗΓΗΜΑ
ΓΡΑΦΕΙ Ο ΜΑΝΟΥΣΟΣ Γ.ΔΑΣΚΑΛΑΚΗΣ
Ο Γιώργος ήταν ένας πρόσχαρος νέος γεμάτο ζωή και όνειρα. Θάταν γύρω στα τριάντα, και μόλις είχε διοριστεί στο δημόσιο, ως δάσκαλος. Πριν διοριστεί στο δημόσιο, είχε δουλέψει σένα ανθοπωλείο για δύο χρόνια, και σένα παραλιακό εστιατόριο-ταβέρνα , ως σερβιτόρος. Παράλληλα είχε βάλει αγγελία σε εφημερίδα όπου βρήκε μαθητές, και τους παρέδιδε ιδιαίτερα μαθήματα. Ο Γιώργος ήταν ένας ακούραστος,και δημιουργικός νέος. Δεν φοβόταν οποιαδήποτε δουλειά, και έπιαναν τα χέρια του, έκοβε και το μυαλό του. Είχε πλήρη συνείδηση της δύσκολης οικονομικής κατάστασης των γονιών του. Άλλωστε εργαζόταν και ως φοιτητής. Στο πανεπιστήμιο γνώρισε την Κάτια, μια συνομήλικη του κοπέλα την ερωτεύτηκε και δημιούργησαν συναισθηματική σχέση. Η Κάτια διορίστηκε στο δημόσιο πρωτύτερα από το ίδιο και την έστειλαν στην Κατερίνη. Εκεί έμεινε δύο χρόνια. Βλέπονταν στις γιορτές, και στις διακοπές του καλοκαιριού. Όταν επέστρεψε στην πόλη του αρραβωνιάστηκαν επισήμως. Για κουμπάρο τους προόριζαν τον Κωνσταντίνο παιδικό φίλο του Γιώργου. Μια Κυριακή απόγευμα τον επισκέφθηκαν στο σπίτι του. Ζούσε ακόμη με του γονείς του, και με τα δύο αδέλφια του. Την Νίκη και τον Σταύρο. Είχαν ορίσει την ημερομηνία του γάμου τους, και θέλησαν να το γνωστοποιήσουν στον κουμπάρο τους. Τους υποδέχτηκε ο αδελφός του κουμπάρου τους με το χέρι στο νάρθηκα. Ο Γιώργος τον ρώτησε τι του συναίβει. Ο Σταύρος τους απάντησε ότι έδωσε μια παρατιμονιά με το αυτοκίνητη του κι ότι χτύπησε. Που να φανταζόταν την δυστυχία του Σταύρου. Ο Σταύρος ήταν ένα χρόνο μικρότερος από τον αδελφό του, αλλά έμοιαζαν σαν δύο σταγόνες νερό. Ερωτεύτηκε την Φανή παράφορα. Αυτή έκανε παρέα, και με τα δύο αδέλφια και έπαιζε και με τους δύο. Ήταν αρκετά φιλάρεσκη και αρκούντως ανώριμη. Στο τέλος σύναψε δεσμό με τον Κωνσταντίνο. Ο Σταύρος τότε το πήρε κατάκαρδα. Περιέπεσε σε μελαγχολία. Οι γονείς στην αρχή δεν είχαν αντιληφθεί τίποτα. Με τον καιρό όμως έβλεπαν την ψυχρότητα ανάμεσα στα δύο αδέλφια. Αντιλήφθηκαν ότι ο Σταύρος δεν έβγαινε καθόλου έξω και κλεινόταν ολοένα στον εαυτόν του. Ο πατέρας του τον ρωτούσε τι του συμβαίνει αλλά αυτός αποκρινόταν «τίποτα». Μετά το «ατύχημα» οι γονείς θορυβήθηκαν. Φοβήθηκαν μήπως δεν ήταν πραγματικό ατύχημα, αλλά κάτι άλλο που δεν ήθελαν καθόλου ούτε να το πιστέψουν ούτε να το διανοηθούν. Εντωμεταξύ ο Κωνσταντίνος έδιωξε την Φανή, γιατί ήταν ένα παλιοκόριτσο. Μια βραδιά που είχε βγει παρέα μένα φίλο του για καφέ, την είδε αγκαλιασμένη σένα πάρκο να φιλιέται μένα κρεμανταλά. Την επομένη την απέλυσε τηλεφωνικώς και τελεσιδίκως. Εν τέλει ο Γιώργος συνεννοήθηκε με τον φίλο του για την ημερομηνία του γάμου του. Θα γινόταν στις 20 Ιουλίου σένα εξοχικό μικρό εκκλησάκι. Όλα είχαν κανονιστεί, για εκείνη την ημερομηνία. Ο γάμος, ο ιερέας, το γλέντι του γάμου. Στις 18 Ιουλίου ανοίγει ο Γιώργος την εφημερίδα στην στήλη¨ «κοινωνικά».Πέφτει το μάτι του σε μια κηδεία. Ήταν η κηδεία του Σταύρου ετών 28. Ενός ωραίου και με προοπτικές νέου.
Φόρεσε το σκούρο του κοστούμι, και πήγε με την αρραβωνιαστικιά του την Κάτια στην κηδεία. Έμαθε ότι ο Σταύρος είχε κρεμαστεί από ένα δέντρο της πίσω αυλής του σπιτιού του. Η οδύνη για την οικογένεια ήταν μεγάλη. Ο Γιώργος αναγκάστηκε ν`αναβάλλει συγχυσμένος και με μεγάλη του λύπη τον δικό του γάμο. Θα περίμενε να περάσει το πένθος για να συζητήσει τα δικά του, με τον κουμπάρο του και παιδικό του φίλο. Ένα πελώριο γιατί όμως, απασχολούσε τον Γιώργο για καιρό. «Και ήταν τόσο νέος ,με την ζωή μπροστά του». « Γιατί»; «Γιατί»; Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου