ΠΕΖΟΓΡΑΦΗΜΑ
ΑΔΟΞΟ ΤΕΛΟΣ
ΓΡΑΦΕΙ Ο ΜΑΝΟΥΣΟΣ Γ. ΔΑΣΚΑΛΑΚΗΣ
Ο Τάκης και ο Στέφανος, γνωριζόντουσαν από νήπια. Είχαν γεννηθεί και μεγάλωναν σε μια φτωχογειτονιά με παλιές μονοκατοικίες, κάπου σε μια άκρη της Αττικής γης.O Tάκης διένυε το δέκατο έκτο έτος της ηλικίας του, και το δέκατο όγδοο ο Στέφανος.«Δύσκολη ζωή ζούμε Τάκη». «Δεν συμφωνείς;» «Και βέβαια Στέφανε». «Εμένα λέει ο Στέφανος, με είχαν παρατήσει οι γονείς μου". "Μία θεία μου με μεγάλωσε." "Τον πατέρα μου ποτέ δεν τον γνώρισα.» «Η μάνα μου ήταν φιλάσθενη και όταν ήμουν εφτά ετών πέθανε». "Η καημένη η θεία μου ήταν πάμφτωχη. Δεν παντρεύτηκε ποτέ και ζούσε μαζί μου, για να με φροντίζει . "Πριν δύο χρόνια έφυγε κι αυτή στον ουρανό." "Τώρα κι εγώ σαν κι εσένα είμαστε άστεγοι, και κοιμόμαστε σε χαρτόκουτες». Τάκης . "Αλήθεια υπάρχει τίποτα εκεί ψηλά, Στέφανε εκτός από το χάος;" "Πες μου, αν πιστεύεις στον Θεό;" Στέφανος . «Εκεί ψηλά στον Υμηττό υπάρχει κάποιο μυστικό», όπως λέει το τραγούδι του Μάνου Χατζηδάκη." "Στον ουρανό όμως υπάρχει το χάος." "Δεν κατοικεί κανείς θεός." «Αν πιστεύεις ότι στον ουρανό κατοικεί ο Θεός, γιατί να μην πιστεύεις ότι και στον Όλυμπο, του νομού Πιερίας ,κατοικούσε οπατέρας των Θεών Δίας;" "Όπως πίστευαν οι αρχαίοι Έλληνες και τους ονόμασαν οι Χριστιανοί ειδωλολάτρες». Ο Τάκης κοιτάζει τον Στέφανο με θαυμασμό λέγοντας¨ «Βρε θηρίο που τα έμαθες όλα αυτά»; "Εσύ είσαι σοφός». «Κάνω παρέα με τον «καθηγητή». «Δουλεύουμε μαζί, και κάνουμε μεροκάματα στην λαχαναγορά». "Είναι πολύ διαβασμένος." "Πως τον λένε;" «Δεν γνωρίζω το όνομα του». "Όλοι όμως τον φωνάζουν «καθηγητή» και τον σέβονται για την μόρφωση του.». Ο «καθηγητής» συνέχισε ο Στέφανος, μου είπε ότι ο κάθε άνθρωπος πρέπει να ψάξει να βρει τον θεό μέσα του, να αγαπήσει τον εαυτόν του, καιύστερα τους άλλους ανθρώπους». Ας αφήσουμε όμως την θεολογία Τάκη, κι ας γυρίσουμε στην πραγματικότητα." "Εσύ γνώρισες τους δικούς σου;" "Ναι". "Γνώρισα μονάχα μια μάνα." Έμαθα από ένα ξάδελφο μου ,ότι η μάνα μου είχε ένα φίλο, οδηγό στα αστικά λεωφορεία." "Όταν του είπε ότι είναι έγκυος την παράτησε πανικόβλητος."Δεν τον γνώρισα ποτέ." Μην νομίσεις ότι και μητέρα μου ήταν καλύτερη." "Στα δώδεκα μου γνώρισε ένα μαντράχαλο." "Τον παντρεύτηκε κι έκανε οικογένεια μαζί του." "Εμένα με θεώρησε περιττό βάρος και με παράτησε στα απόβλητα." Μην χολοσκάς Τάκη, δεν είναι όλοι οι γονείς καμωμένοι να γίνουν γονείς". "Γονέας δεν γεννιέσαι αλά γίνεσαι." Ο Τάκης κοίταξε στα μάτια τον Στέφανο. "Στέφανε έχεις πάει ποτέ με γυναίκα;" "Βέβαια με πήγε ο καθηγητής σένα "σπίτι" στην οδό Φυλής. "Γνώρισα μια νεαρή πόρνη και μου πήρε την παρθενιά." "Με συμπάθησε κιόλας, και μου είπε ότι δεν θέλει να την ξαναπληρώσω." "Να έρχεσαι μου είπε, σε μένα όποτε θέλεις τζάμπα."
"Πότε θα με πάρεις κι εμένα;" "Ντρέπομαι να πάω μοναχός μου." "Αύριο κιόλας. Στο σπίτι αυτό έχει έξη γυναίκες, θα διαλέξεις όποια σου κάνει κέφι." "Αλλά πρόσεξε" . "Να με βγάλεις ασπροπρόσωπο. Έτσι Τάκη;". Μην είσαι ντροπαλό και φοβιτσιάρης." Δεν πας και για κρεμάλα." "Σ`ευχαριστώ Στέφανε ,είσαι καλός φίλος."
"Αν δεν είχα κα σένα νομίζω ότι θα χανόμουν." Ο Στέφανος του βάζει το χέρι στο στόμα ."Σώπα τώρα έχουμε δουλειά να κάνουμε. Έτσι όπως περπατούσαν στην οδό Αθηνάς, ο Στέφανος σταματάει, σένα περίπτερο και αρπάζει με τρόπο μια πρτοκαλάδα από το ψυγείο και ένα σάντουιτς. Άνοιξε την πορτοκαλάδα, κι άρχισε να ρουφάει λαίμαργα. Το σάντουιτς , το έδωσε στον Τάκη που άρχισε να το δαγκώνει κοιτώντας δεξιά και αριστερά, φοβισμένος.
"Πως τα κατάφερες Στέφανε και δεν σε πήρε κανείς χαμπάρι;" Τον ρώτησε γεμάτος περιέργεια ο Τάκης. "Μαζί μου θα μάθεις πολλά". Του απάντησε ο Στέφανος κορδώνοντας το στήθος του, και γελώντας. Σε λίγη ώρα έφθσαν στην οδό Ευρυπίδου. Σταμάτησαν έξω από το υποκατάστημα τη Εθνικής τράπεζας. "Το βλέπεις αυτό το μαγαζί;" Λέει ο Στέφανος στον Τάκη. "Ποιο μαγαζί" ; "Την τράπεζα ντε." "Μην είσαι αφελής." "Η τράπεζα αυτή έχει μέσα της θησαυρό." "Θα σχεδιάσουμε να πάρουμε μερίδιο από τον θησαυρό." Θ κάνουμε όπως λένε οι οργανώσεις όπως η 17 Νοέμβρη μια μικρή απαλλοτροίωση" "Τι πάει να πει αυτό." Άστο καλύτερα. "Σου εξηγώ μιαν άλλη φορά." "Δεν θα την κάνουμε μόνοι μας την δουλειά." "Όχι μόνοι μας" . Αρχηγός θα είναι ο "καθηγητής." "Τα έχει σχεδιάσει όλα στην εντέλεια." "Θα περιμένουμε μονάχα να μας δώσει το σύνθημα." "Ημέρα και ώρα κατάλαβες;" Ο Στέφανος γυρίζει και βλέπει πελδινό τον Τάκη."Μα εσύ τρέμεις ολόκληρος." "Αν δεν ξεπεράσεις τον φόβο σου, δεν θα σε κάνω ξανά παρέα." "Άκουσες;" "Κατάλαβες;" "Γελοίε. Φοβητσιάρη, βρέφος". θα μας κάνειςρεζίλι". "Εντάξει Στέφανε θα έρθω μαζί σου". "Θα κάνω ότι θέλεις εσύ." "Σου δίνω τον λόγο μου θα ξεπεράσω τον φόβο μου."Σε παρακαλώ πάρε με μαζί σου Στέφανε." "Μην με αφήνεις μόνο μου." Μετά από δυο ημέρες΄με βροχερό καιρό κα με μια διαβολεμένη κυκλοφορία στους δρόμους,έγινε η ληστεία. Ένας ψύχραιμος και ατρόμητος ταμίας της τράπεζας , τους αντιλήφθηκε και ταχύτατα πάτησε το κουδούνι του συναγερμού. Αμέσως κατέφθασε ένα περιπολικό, και δυο μοτοσικλέτες της αστυνομίας. Συνελήφθησαν πριν κάνουν τα πρώτα βήματα της φυγής. Η πρώτη τους απόπειρα είχε άδοξο τέλος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου