Σάββατο 13 Αυγούστου 2011



ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΗ ΚΑΡΙΕΡΑ Πεζογράφημα ΓΡΑΦΕΙ Ο ΜΑΝΟΥΣΟΣ Γ. ΔΑΣΚΑΛΑΚΗΣ
Ήταν νέος ακόμη στα εικοσιδύο του χρόνια. Ήταν η εποχή περί τα τέλη της δεκαετίας του 60 αρχές του 70. Μόλις είχε απολυθεί από τον στρατό. Για να υπηρετήσουν την στρατιωτική τους θητεία , οι νέοι καλούνταν τότε 20 χρόνων, κι όχι στα δεκαοχτώ που καλούνται σήμερα. Ο Ρούσος ήθελε να ασχοληθεί με το εμπόριο.
Θαύμαζε ένα στενό συγγενή του ,ο οποίος είχε ξεκινήσει από το μηδέν και είχε γίνει μέγας και τρανός μεγαλοεπιχειρηματίας των Αθηνών. Ο Ρούσος ήταν νέος με αισιοδοξία. Δεν είχε όμως χρήματα να δώσει μετρητά ως «αέρα» για ένα μαγαζί που είχε σταμπάρει σε κεντρικό σημείο του Ηρακλείου Κρήτης. Δεν είχε ούτε χρήματα για να το φουλάρει εμπόρευμα. Τότε σκέφθηκε τον συγγενή του στην Αθήνα. Τον επισκέφθηκε στην πολυτελή βίλα του στην Εκάλη. Πω? πω? Πως πρόκοψε ο θείος σκέφθηκε κτυπώντας το κουδούνι της εξώπορτας. Ο θείος του όμως τον δέχτηκε μόνο για δέκα λεπτά, με την δέουσα ψυχρότητα των ανθρώπων της αγοράς που κρύβουν τα αισθήματα τους. Του έφερε ένα σωρό προσκόμματα και δικαιολογίες ότι δεν μπορούσε να τον βοηθήσει διότι¨ «αυτή την εποχή η αγορά ήταν πεσμένη και αντιμετώπιζε οικονομική στενότητα». Ο Ρούσος δεν το έβαλε κάτω. Γύρισε στην Κρήτη αποφασισμένος να ασχοληθεί με το εμπόριο, και να γίνει μια ημέρα μεγαλέμπορος με πολλά λεφτά και ίσως μεγαλοεφοπλιστής. Μήπως ο Ωνάσης δεν ξεκίνησε από το μηδέν σκέφθηκε. Μετανάστης έφυγε από την Σμύρνη στην Αργεντινή και ξεκίνησε με εμπόριο τσιγάρων. Όταν επιστρέφει στο Ηράκλειο άρχισε
να επισκέπτεται τις τράπεζες της πόλεως αναζητώντας χρηματοδότηση. Βλέποντας το νεαρό της ηλικίας του και την οικονομική του κατάσταση, οι αρμόδιοι υπάλληλοι δεν του έδωσαν καμία σημασία. Ο Ρούσος ήταν ορφανός από πατέρα . Ζούσε μόνος μαζί με την φιλάσθενη μητέρα του, η οποία εισέπραττε ένα επίδομα πρόνοιας. Όταν είδε ότι όλα του πήγαιναν ανάποδα και δεν μπορούσε να πραγματοποιήσει τα σχέδια του , είχε γίνει ταύρος από οργή θυμό, και απελπισία. Ξαναγύρισε στην Αθήνα. Νοίκιασε ένα φθηνό ξενοδοχείο, κι άρχισε να παρακολουθεί το εργοστάσιο του θείου του. Στο εργοστάσιο κλωστοϋφαντουργίας εργαζόταν τότε πάνω από 500 άτομα. Κάθε 15 ημέρες ο λογιστής πήγαινε στην τράπεζα με ένα μεγάλο μαύρο χαρτοφύλακα σήκωνε τα χρήματα της μισθοδοσίας. Ο Ρούσος την ημέρα εκείνη έκλεψε μια μοτοσικλέτα, από την οδό Αχαρνών. Στάθμευσε έξω από την τράπεζα. Φόρεσε μια μαύρη προσωπίδα από ύφασμα και κάλυψε το πρόσωπο του. Παραφύλαγε προσεκτικά τον λογιστή της κλωστοϋφαντουργίας «ΗΡΑ» του θείου του. Μόλις βγήκε έξω και κατευθύνθηκε προς το αυτοκίνητο ο Ρούσος έβαλε μπρος την μοτοσικλέτα έτρεξε με αστραπιαία ταχύτητα και του άρπαξε την τσάντα. Πριν προλάβει να ειδοποιηθεί η αστυνομία να τρέξει ξοπίσω του είχε εξαφανισθεί. «Αφού δεν με βοήθησες θείε μου όταν σου το ζήτησα το έκανα μόνος μου» μονολόγησε όταν έφθασε στο δωμάτιο του ξενοδοχείου του. Ο Ρούσος μετά από εκείνη την ληστεία άρχισε μια άλλη επικίνδυνη «καριέρα».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου