Κυριακή 7 Οκτωβρίου 2012

Κρημνιώτη Π. Ημερομηνία δημοσίευσης: 07/10/2012 Αν ρωτήσει κανείς να μάθει ποια ήταν η Κούλα Ξηραδάκη, ίσως μια φράση αρκεί να την περιγράψει. Ήταν η γυναίκα που, ενώ όλα ήταν εναντίον της, κατόρθωσε να υπερβεί τις δυσκολίες και μέσα απ' αυτές να επιβάλει τους όρους της, να εκπληρώσει τη μεγαλύτερη επιθυμία της. Να γίνει ιστορικός, χωρίς ακαδημαϊκές σπουδές, χωρίς στήριξη από το στενό της περιβάλλον, χωρίς δραχμή στην τσέπη. “Εγώ δεν τα παράτησα”. Μέσα σ' αυτή τη φράση συμπυκνώνεται όλη η πορεία της ζωής της. Δεν είναι τυχαίο που αυτή η φράση έδωσε τον τίτλο στη βιογραφία της, που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Κουκκίδα. Συγγραφέας του βιβλίου, η ιστορικός Τασούλα Βερβενιώτη, που συνέθεσε το ψηφιδωτό της ζωής και του έργου της Κούλας Ξηραδάκη μέσα από τις προφορικές αφηγήσεις και κείμενα του αρχείου της, τα οποία παραχώρησε η κόρη της Δώρα. Η ανάγνωση της βιογραφίας της συνδυάζει την ατομική της ιστορία με μια εικόνα ζωής από τον 20ό αιώνα, αφού οι άνθρωποι, κατά τον Σεφέρη, είναι "κληρωτοί της εποχής τους". Η Κούλα Ξηραδάκη είχε πάθος με ό,τι καταπιανόταν. Θέλησε να φέρει στο ιστορικό προσκήνιο τις αφανείς γυναίκες της ελληνικής ιστορίας: την Καλλιόπη Παπαλεξοπούλου, την Ευανθία Καΐρη, τις φιλελληνίδες, τις δασκάλες του υπόδουλου ελληνισμού, τις ηρωίδες του '21. Έγραψε βιβλία για όλες. Ωστόσο δεν περιορίστηκε σ' αυτές, αφού το άλλο της μεγάλο επίτευγμα ήταν τα “Κατοχικά”, το τρίτομο έργο στο οποίο δεν κατέγραψε απλώς τα ονόματα των εκτελεσμένων στη Κατοχή αλλά και τις ιστορίες τους. Γύριζε τα χωριά, μάζευε μαρτυρίες, πήγαινε στα νεκροταφεία, μιλούσε με τους ανθρώπους, μάζευε αποκόμματα εφημερίδων. Έκανε έρευνα χρόνων και δεν αρκέστηκε στα αρχεία του Ελεγκτικού Συνεδρίου, στα οποία ως υπάλληλός του είχε άμεση πρόσβαση. “Ασχολήθηκε με την Κατοχή γιατί ήταν η νιότη της. Η περίοδος που διαμόρφωσε την άποψή της για τον κόσμο. Και όντας στην Αντίσταση βίωσε στη μεταπολεμική Ελλάδα τι σημαίνει να είσαι πολίτης δεύτερης κατηγορίας. Η Κούλα ήταν και γυναίκα, και αυτό για την κοινωνία της εποχής της σήμαινε μια ακόμη υποτίμηση στην οικογένεια, στο σχολείο, στη δουλειά, στην κοινωνία” λέει η ιστορικός Τασούλα Βερβενιώτη εξηγώντας τις δύο βασικές κατευθύνσεις του έργου της. Η ίδια η Κούλα αφηγείται: “Άλλο να σου μιλήσουνε για εργαζόμενη γυναίκα, να σου μιλήσουνε πόσο κουράζεται η εργαζόμενη γυναίκα, και άλλο να είσαι εσύ”. “Στερημένη ζωή. Εμείς δεν γνωρίσαμε ούτε δεκαοχτώ ούτε τίποτα. Άσε ύστερα που ήρθε η Κατοχή...”. Η Κούλα Ξηραδάκη (1919-2005) μεγάλωσε σε μια λαϊκή οικογένεια όπου οι σπουδές υποκαθιστούσαν την προίκα. Τη σπούδασαν για να δουλέψει, επειδή δεν είχαν να της δώσουν προίκα. Δεν ήθελαν να ακούσουν για άλλες δρστηριότητες. Η ποίηση, που λάτρευε από παιδί και που την ενσωμάτωσε στα βιβλία της, οι περιπλανήσεις στην πόλη, η συμμετοχή στις πολιτικές διαδηλώσεις της εποχής της, η περιέργειά της ήταν κόκκινο πανί για την οικογένειά της. Η ίδια όμως ήταν κόκκινη. Η γνωριμία της με τα “Παιδιά του Λόφου”, την περίφημη παρέα του Λόφου Σκουζέ, τον Αντρέα Φραγκιά, τον Νώντα Ανδρικόπουλο, τον Γιώργο Κορωναίο, την οδήγησε στην Αντίσταση. Ήταν η Νίκη της ΕΠΟΝ. Αυτό ήταν το ψευδώνυμό της. Δεν περιορίστηκε στα συσσίτια, στη διακίνηση παράνομου υλικού, στη συμμετοχή στις παράνομες συγκεντρώσεις. Ανεβασμένη στους ώμους των συντρόφων της, μιλούσε και εμψύχωνε τους συγκεντρωμένους, κάτω από τη μύτη των Γερμανών. Παρούσα στα Δεκεμβριανά, όμως δεν θεωρούσε ότι έλαβε μέρος στην ένοπλη αντίσταση, αφού, μετά από μια παράτολμη επιχείρηση, ο καπετάνιος τής έδωσε “ένα πιστολάκι τόσο, γυναικείο”. Η οικογένειά της, εχθρική απέναντι στις πνευματικές της αναζητήσεις. Στον γάμο της δεν ευτύχησε. Ωστόσο η αγάπη της για τη γνώση και την ιστορία έφερε στον δρόμο της πολύ σημαντικούς ανθρώπους. “Ύστερα έκανα συντροφιά με κάτι ζωγράφους. Τρελοζωγράφους. Ο ένας ήταν ο Κώστας Γραμματόπουλος, που έγινε καθηγητής της Σχολής Καλών Τεχνώνα. Ο άλλος ήταν ο Γιώργος Μανουσάκης, αξιόλογος ζωγράφος”. Σύχναζε στο σαλόνι της Μαρίας Σβώλου, συζύγου του Αλέξανδρου, έκανε παρέα με την Έλλη Αλεξίου, τη Λίλη Ιακωβίδου, την Αθηνά Ταρσούλη. Γνώρισε τον ιστορικό Γιάννη Κορδάτο. Μα πάνω απ' όλους, αυτός που την καθόρισε στην ενασχόλησή της με την ιστορία, ο μέντοράς της, ήταν ο Τάσος Βουρνάς. “Ήταν ο άνθρωπος που σου έλεγε μια λέξη κι έπρεπε εσύ να καταλάβεις δέκα”. Τα οικονομικά της, πάντα στενά. Δεν είχε τη δυνατότητα να αγοράζει βιβλία. Είχε ανακαλύψει όμως τρόπους μόρφωσης που δεν χρειάζονταν λεφτά. Διαλέξεις, ποιητικά απογευματινά, εκθέσεις ζωγραφικής, συναναστροφές με ανθρώπους της τέχνης και των γραμμάτων, ανταλλαγές βιβλίων με τις φίλες της... Είχε κατορθώσει να στήσει το δικό της δίκτυο αυτομόρφωσης. Κι όταν άρχισε να γράφει τα βιβλία της, την ώρα που ο Άγγελος Τερζάκης την ευχαριστούσε για το έργο της, το οικογενειακό περιβάλλον της το απαξίωνε. Ακόμα και ο μεγάλος της έρωτας, όταν μετά από χρόνια τη συνάντησε σε μια διάλεξή της, της είπε ορθά - κοφτά πως αν είχαν παντρευτεί, δεν θα της το επέτρεπε “Εγώ όμως ποτέ δεν τα παράτησα”, έλεγε και το εννοούσε. Και τα κατάφερε να γράψει δεκαπέντε ιστορικά βιβλία. Δούλευε για το μεροκάματο, μεγάλωνε ένα παιδί, ερευνούσε και έγραφε. “Εκμεταλλευόμουν ακόμα και τις αϋπνίες μου”, έλεγε. Ίσως, εκτός από τον δυναμισμό της προσωπικότητάς της, ήταν οι ίδιες οι αντιξοότητες, που τη θωράκισαν με πείσμα και με γενναιότητα. Της έδωσαν το πάθος και το κουράγιο να ανοίξει έναν δύσκολο δρόμο και να τον περπατήσει με αξιοσύνη και συνέπεια. Το ότι το ελληνικό κράτος, αγνοώντας προφανώς το έργο της, αρνήθηκε να της δώσει έστω μια τιμητική σύνταξη, δεν έχει καμιά σημασία. Άλλωστε η Κούλα Ξηραδάκη ανήκε σε εκείνη τη γενιά των εγγράμματων αριστερών που, ενώ δεν κατείχαν ακαδημαϊκές θέσεις και αξιώματα, κέρδισαν τη θέση τους στα γράμματα και την κοινωνία με την αξία τους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου