Κυριακή 7 Οκτωβρίου 2012

HAYGHrss feeds Κυριακή 7 Οκτωβρίου 2012ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ΓΝΩΜΗ ΕΝΘΕΤΑ ΟΔΗΓΟΙ Ο ΔΑΙΜΩΝ ΤΗΣ ΟΙΚΟΛΟΓΙΑΣ ΕΝΘΕΜΑΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΠΑΙΔΕΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΔΙΕΘΝΗΣ ΤΥΠΟΣ ΕΝΤΟΣ ΦΥΛΟΥ Aρχική Ένθετα ΕΝΘΕΜΑΤΑ ΕΝΘΕΜΑΤΑ Στον αστερισμό του Έρικ Χομσμπάουμ (1917-2012) Στον αστερισμό του Έρικ Χομσμπάουμ (1917-2012) Ημερομηνία δημοσίευσης: 07/10/2012 Επιρροές και επιδράσεις Αποχαιρετισμός στον μεγάλο μαρξιστή ιστορικό του 20ού αιώνα Τα ελάχιστα προεισαγωγικά σχόλιά μου αφορούν ένα σύνηθες φαινόμενο, που ισχύει στην περίπτωση όπου ομότεχνοι αναφέρονται στο έργο του προσφάτως εκλιπόντος. Απʼ όσα άκουσα και διάβασα, δημιουργείται ίσως η διάχυτη εντύπωση ότι όλα αρχίζουν με τον Χόμπσμπομ. Τα πράγματα φυσικά είναι διαφορετικά. Ο Χόμπσμπομ είχε τους προγενεστέρους του και τους συγχρόνους του. Σωστά δόθηκε έμφαση στη μαρξιστική ομάδα των άγγλων ιστορικών που δημιούργησαν το περιοδικό Past and Present. Ο ίδιος ο Χόμπσμπομ το έχει αντιδιαστείλει από τα γαλλικά Annales των Μαρκ Μπλοκ, Λυσιέν Φεβρ και του διαδόχου τους Φερνάντ Μπρωντέλ. Δεν απευθύνομαι στην υστερότερη ιστορία των Annales. Με δυο λόγια, ο Χόμπσμπομ είχε συνομιλητές, ορισμένων από τους οποίους ίσως και να επέκτεινε το έργο τους. Ανάμεσα στα παραδείγματα, τα Πλάσματα του Στάινερ: η κατασκευή των μύθων με ενδεικτικό παράδειγμα τον Γουλιέλμο Τέλλο. Η ενσωμάτωση στην ευρωπαϊκή ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 έχει κι αυτή τα προηγούμενά της. Θα ήταν περιττή η βιβλιογραφία γύρω από το Ανατολικό Ζήτημα, ας υπομνήσω ωστόσο την Ευρωπαϊκή Ιστορία του Κρότσε, όπου, όπως ήταν επόμενο είχε τη θέση της στην ευρωπαϊκή Ιστορία, γιατί εντάχθηκε στο ευρωπαϊκό φιλελεύθερο κίνημα. Κοντολογίς, ο Ερικ Χόμπσμπομ είχε τους προγόνους του, από τους οποίους διαφοροποιήθηκε λόγω της μαρξικής αντίληψης που διατρέχει και καθορίζει το έργο του. Βεβαίως, οι άγγλοι μαρξιστές δεν ήταν οι μόνοι που είχαν κατανοήσει την πολυπλοκότητα του κοινωνικού σχηματισμού. Και πάλι θα ήταν άχαρο να αναφερθώ σε ονόματα, αλλά δεν θα ήθελα να ξεχάσω τον Αιμίλιο Σερένι και τον Πιερ Βιλάρ. Ακόμη περισσότερο ίσως, την περίπτωση του σοσιαλιστή ιστορικού Ερνέστ Σελεστίν-Λαμπρούς που ανέδειξε τα όρια της συγκυρίας, όχι μόνο της οικονομικής αλλά και της επέκτασής της, που οδηγούν στην επανάσταση: «Πώς γεννιούνται οι επαναστάσεις». Μέσα σʼ αυτόν τον αστερισμό, και τους άλλους που παραλείπω, θα πρέπει να τοποθετηθεί το έργο του Χόμπσμπομ. Ίσως να μην είναι ακόμα η στιγμή. Δεν έχω την πρόθεση ούτε και τις δυνατότητα, στο άρθρο αυτό, να αναφερθώ εμπεριστατωμένα στο πολυσχιδές έργο του Χόμπσμπομ. Περιορίζομαι στην άμεση ή έμμεση επίπτωσή του στη μελέτη των παραδοσιακών νοοτροπιών και της εξεγερτικότητας ή της επαναστατικότητας, που είναι το σύνδρομο των πρώτων· περιορίζομαι στο ελληνικό παράδειγμα. Αναφέρομαι, χωρίς να κάνω τον κατάλογο όλων των συναφών εργασιών και των συγγραφέων τους, σε δύο μόνο ονόματα, τον Νίκο Θεοτοκά και τον Νίκο Κοταρίδη, στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου, και την πλειάδα των μαθητών που δασκάλεψαν και προώθησαν. Πρόκειται για μία άμεση επίπτωση της πρωτόγονης επανάστασης του Χόμπσμπομ ή για έναν συγκρητισμό που απορρέει από την επιστασία των ελληνικών όρων που στοιχειοθέτησαν την έννοια του παραδοσιακού; Πιστεύω ότι πρόκειται για το δεύτερο. Αυτός ο συγκρητισμός δείχνει την ουσιώδη συνεισφορά του υποδείγματος του Χόμπσμπομ, συνεισφορά πολύ «επιχειρησιακή», όπως λέμε, απʼ ό,τι θα ήταν η μεταφορά ενός μοντέλου, χωρίς τούτο να έχει ανασηματοδοτηθεί από τον διάλογο με τις πηγές και τη συνείδηση ότι οι νοοτροπίες ανήκουν στην μπρωντελική μακρά διάρκεια. Σπύρος Ι. Ασδραχάς Λίγα λόγια για τον Έρικ Χομπσμπόμ Σαν να ήρθε από την εποχή του Διαφωτισμού, περνώντας μέσα από τον αντιδογματικό μαρξισμό του Γκράμσι Προερχόμενος από ένα Πανεπιστήμιο όπου υπήρχε ειδικό ασανσέρ (το ένα από τα δύο) για να ανεβοκατεβαίνουν οι, ελλείψει άλλων βαθμίδων, ελάχιστοι τότε καθηγητές της Φιλοσοφικής στο κτίριο της οδού Ιπποκράτους --ελάχιστοι και με τις δύο σημασίες της λέξεως, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων-- δεν ήμουν καθόλου εξοικειωμένος, ως φρέσκος υποψήφιος διδάκτορας στο Λονδίνο, ένα χρόνο αργότερα, το 1966, με την ιδέα ότι θα μπορούσαν φοιτητές, καθηγητές και διοικητικό προσωπικό να περιμένουν στην ίδια ουρά, με το δίσκο τους, για να πληρώσoυν στο ταμείο του σελφ σέρβις καφέ-εστιατορίου στο υπόγειο του Birkbeck. Oύτε κατάλαβα ποιος ήταν ο ψηλός με τα γυαλιά λίγο πιο μπροστά, ακόμα και όταν κάποιος, συνάδελφός του μάλλον, από ένα σημείο της αίθουσας, σήκωσε το χέρι του για να τον δει και για να είναι σίγουρος είπε --στην Αγγλία δεν φωνάζουν-- «Έρικ, εδώ καθόμαστε!». Στη συνέχεια, ως βοηθός έρευνας του Τμήματος Ιστορίας όπου ανήκε, δεν είχα παρά περιστασιακές μόνο συνεργασίες με τον Έρικ Χόμπσμπομ, εφόσον τα δικά μου καθήκοντα στο Τμήμα είχαν σχέση κυρίως με τη νεότερη ευρωπαϊκή (ακραιφνώς) πολιτική ιστορία, που δίδασκε ο Ντάγκλας Ντέικιν, ένας άλλος θαυμάσιος άνθρωπος. Παρακολουθούσα όμως τα μαθήματά του, τις ομιλίες του σε διάφορες εκδηλώσεις, τα βιβλία και τα άρθρα του φυσικά, και τις κουβέντες του καφέ. Κουβέντες με αντικείμενο ενδιαφέροντα διδακτορικά εν εξελίξει, ενδιαφέρουσες διεθνείς εξελίξεις, την τζαζ --τότε δεν ξέραμε, διότι έγραφε με ψευδώνυμο, ότι ήταν για πολλά χρόνια ένας από τους μουσικοκριτικούς του New Statesman-- και τις προσκλήσεις που έφταναν σωρηδόν στη θυρίδα του να εμφανιστεί και να μιλήσει σε κάθε είδους εκδήλωση, πράγμα που του δημιουργούσε κάποια αμηχανία γιατί ήθελε σε όλα να ανταποκρίνεται. Το σκεπτόμουν αυτό το τελευταίο στις αρχές της δεκαετίας του ʼ80 με τον Νίκο Σβορώνο –άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα μαρξιστή του Μεσοπολέμου– που, εβδομηντάρης πλέον, έπαιρνε τα βουνά και τα λαγκάδια για να πάει όπου του ζητούσαν να μιλήσει, στο πλαίσιο των εκλαϊκευμένων διαλέξεων του Ελεύθερου Ανοιχτού Πανεπιστημίου. Δεν ξέρω τι θα μπορούσε να προσθέσει κανείς σε όσα γράφτηκαν ήδη για έναν κορυφαίο ιστορικό και διανοητή που ήταν σαν να ήρθε από την εποχή του Διαφωτισμού, περνώντας μέσα από τον αντιδογματικό μαρξισμό του Γκράμσι. Διαυγής και παρών μέχρι τέλους, σημείωνε στο περυσινό βιβλίο του πως η χρηματοπιστωτική κρίση που άρχισε το 2008 θα μπορούσε να αποδειχθεί «η πτώση του Τείχους του Βερολίνου» για τον νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό. Τα τρία πράγματα που θυμάμαι έντονα, σε σχέση με τον Έρικ Χόμπσμπομ, από τη μέχρι το 1974 θητεία μου στο Birkbeck, ήταν το πόσο καθοριστική για την ένταξή του στο κομμουνιστικό κίνημα --το έχει πει άλλωστε-- αλλά και για τις πολιτικές του προτεραιότητες στη συνέχεια της μακράς ζωής του, υπήρξε η εμπειρία της ανόδου των Ναζί στην εξουσία το 1933 στο Βερολίνο. Το άλλο αφορά τον τρόπο που μιλούσε, έναν τρόπο όχι πολύ διαφορετικό από εκείνον που έγραφε: Δηλαδή έγκυρο και ταυτοχρόνως γλαφυρό. Δεν πρόκειται για «τεχνική» που αντιγράφεται, αλλά για κάτι που προαπαιτεί από τον ιστορικό παρατηρητικότητα, μνήμη, διεισδυτική σκέψη, συνθετική ικανότητα, ευρυμάθεια, συνεχή και συστηματική έρευνα και ενδιαφέρον για την ανάγνωση. Το τρίτο ήταν η επιθυμία του να πληροφορείται λεπτομερώς για τις αντιδράσεις των φοιτητών στην ελληνική στρατιωτική δικτατορία, ειδικώς για τις θέσεις της Κομμουνιστικής Οργάνωσης Σπουδαστών (ΚΟΣ) του ΚΚΕ εσωτερικού --Οκτώβριος του 1972, αν θυμάμαι καλά-- τη δραστηριότητα του «Ρήγα», την κατάληψη της Νομικής και την εξέγερση του Πολυτεχνείου. Η τελευταία από τις αρκετές φορές που είχα έκτοτε την ευκαιρία να τον ξανασυναντήσω στο Λονδίνο ήταν το Μάιο του 2008 σε μια αίθουσα του Birkbeck κοντά στο καφέ-εστιατόριο. Είχε έρθει να παρουσιάσει τη βιογραφία του Ραίυμοντ Ουίλιαμς (1921-1988) --που ήταν ένα από τους δικούς του ήρωες, όπως μας είπε--, γραμμένη από τον άλλοτε φοιτητή του Ντάι Σμιθ, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Swansea. Σηκώθηκε ζωηρά και μίλησε όρθιος στο βήμα για σαράντα περίπου λεπτά, με ένα μπαστούνι να διακρίνεται, σχεδόν καμουφλαρισμένο, δίπλα στην καρέκλα του. Όταν τελείωσε η εκδήλωση, κάποιος, πολύ γνωστός του προφανώς, στην πρώτη σειρά του είπε να το χρησιμοποιεί το μπαστούνι γιατί δεν είναι ακριβώς αυτό που θα λέγαμε «οργισμένο νιάτο». Κάτι του απάντησε, που δεν το άκουσα γιατί η πρώτη σειρά άρχισε να γελάει, τη συμβουλή πάντως δεν φαίνεται να την ακολούθησε. Πριν από δύο χρόνια πληροφορήθηκα ότι έπεσε και χτύπησε άσχημα, πράγμα που εμπόδιζε τις συχνές δημόσιες εμφανίσεις του. Δεν τον εμπόδισε όμως να πάει φέτος, στις αρχές Ιουνίου, στο γνωστό ετήσιο διεθνές Φεστιβάλ του Hay (στην Ουαλία) για τα Γράμματα και τις Τέχνες – γνωστό και ως «Γούντστοκ του πνεύματος»– του οποίου ήταν πρόεδρος, και να σβήσει εκεί τα κεράκια της τούρτας των ενενηκοστών πέμπτων γενεθλίων του. Με μια καπαρντίνα και το μπορντό κασκόλ του, που θα πρέπει να το είχε από το 1947, που διορίστηκε λέκτορας. Γιάνης Γιανουλόπουλος στην τζαζ που κυκλοφόρησε το 1963 από τις εκδόσεις Διαγώνιος. Ορισμένα κεφάλαια, και ιδίως οι κατατάξεις, του Φράνσις Νιούτον με βοήθησαν ιδιαίτερα. Από τότε πέρασαν πολλά χρόνια για να δούμε την ελληνική έκδοση Η σκηνή της τζαζ (μετ. Παναγιώτης Τσήρος), από τις εκδόσεις Εξάντας το 1988. Το 1960 δεν γνωρίζαμε ότι με το ψευδώνυμο αυτό έγραφε κριτικές ο ΄Ερικ Χομπσμπάουμ. Για να πούμε την αλήθεια, ούτε τον Χομπσμπάουμ τον ξέραμε. Τον μάθαμε, οι περισσότεροι, μετά την χούντα με τους Επαναστάτες. Και πώς να φανταστεί κανείς έναν σοβαρό ιστορικό και καθηγητή πανεπιστημίου να ακούει μανιωδώς τζαζ και να εκθέτει τις απόψεις του αναφερόμενος στην τζαζ ως «ένα από τα πιο αξιοπρόσεκτα πολιτιστικά φαινόμενα του αιώνα μας» και ότι η τζαζ «δεν είναι απλώς και μόνον ένα είδος μουσικής, αλλά κάτι πολύ περισσότερο: μια μοναδική κατάκτηση και μια αξιοσημείωτη όψη της κοινωνίας μέσα στην οποία ζούμε». Υπάρχει και ένα άλλο βιβλίο του με τον τίτλο Ξεχωριστοί άνθρωποι και υπότιτλο «Αντίσταση, εξέγερση και τζαζ», εκδόσεις Θεμέλιο, 2001 (μετ. Παρασκευάς Ματάλας). Ο συγγραφέας επέλεξε ορισμένα από τα δοκίμια που είχαν ήδη δημοσιευθεί στις δεκαετίες του ʼ80 και ʼ90 -- άλλη μια απόδειξη ότι δεν σταμάτησε ποτέ το ενδιαφέρον του για την τζαζ. Κλείνοντας, ο΄Ερικ Χομπσμπάουμ επισημαίνει τον κίνδυνο που διατρέχει η τζαζ να απολιθωθεί, να γίνει μια άλλη εκδοχή κλασικής μουσικής ή να διατηρεί ένα μαυσωλείο νεκρωμένων στυλ, αλλά υπογράφει τις τελευταίες σειρές ως εξής: «Η τζαζ όμως έχει αποδείξει πως έχει εξαιρετικές δυνάμεις επιβίωσης και ανανέωσης μέσα σε μια κοινωνία που δεν είναι φτιαγμένη γιʼ αυτήν και που δεν της αξίζει. Είναι πολύ νωρίς να πούμε ότι τα καύσιμά της έχουν εξαντληθεί. Πειράζει, άλλωστε, απλώς να ακούμε και να αφήσουμε το μέλλον να αποφασίσει;» Σάκης Παπαδημητρίου O άνθρωπος της Ιστορίας Με τον θάνατο του Έρικ Χόμπσμπαουμ χάσαμε έναν σπουδαίο ιστορικό, τον αριστοτέχνη που έγραφε σε μια ρωμαλέα και ρέουσα πρόζα, έναν διανοούμενο του οποίου οι πνευματικές αναζητήσεις και η εμβέλεια είχαν πρωτοφανές εύρος. Είχε διαβεί προ πολλού το κατώφλι της συνταξιοδότησης, όταν τον γνώρισα -- πρώτα στο Birkbeck College, το πανεπιστήμιο των παλιών εργατών του πνεύματος, για τα ιδανικά των οποίων υπερηφανευόταν, και κατόπιν στις συναντήσεις του περιοδικού Past and Present, στην ίδρυση του οποίου είχε συντελέσει. Ωστόσο, παρόλο που είχε ήδη ξεπεράσει τα ογδόντα, παρέμενε εξαιρετικά δραστήριος. Νομίζω ότι τον πρωτοσυνάντησα στον στενό διάδρομο έξω από το μικρό γραφείο που διατηρούσε για μια πεντηκονταετία στο Birkbeck, όπου ξεκίνησε να διδάσκει στα τέλη της δεκαετίας του 1940. Τον θυμάμαι αδύνατο, ελαφρά σκυφτό. Καθώς διέκρινες, κάτω από το σπορ σακάκι του, τους αδύναμους ώμους, ένιωθες ότι έπρεπε να τον προστατέψεις, όμως το συναίσθημα αυτό εξαφανιζόταν αμέσως μόλις άρχιζε να μιλάει. Ο Έρικ δεν είχε ανάγκη προστασίας, και το μυαλό του διατήρησε μια εκπληκτική ενέργεια και διαύγεια μέχρι την υστάτη στιγμή. Κι ύστερα ήταν η φωνή του --τραχιά, περίπου στρατιωτική, κι εκείνος ο τόσο χαρακτηριστικός επιτακτικός τόνος: «Εδώ που τα λέμε, δεν είναι δα και πρώτης τάξης μυαλό, ε;»-- που περιέκλειε μέσα της εκείνη τη Βρετανία των μέσων του προηγούμενου αιώνα, η οποία έχει πια χαθεί, και η οποία αποτελούσε αναπόσπαστο κομμάτι του Χόμπσμπαουμ όσο και η διαρκής κριτική ενασχόλησή του με τον μαρξισμό. Βέβαια, είναι δύσκολο να σκεφτεί κανείς άλλον μαρξιστή που να άξιζε σε τέτοιο βαθμό τον τίτλο του Eταίρου της Τιμής, που του απονεμήθηκε το 1998, όσο ο Χόμπσμπαουμ, καθώς ανταπέδωσε, και με το παραπάνω, στη χώρα αυτή, όσα του προσέφερε. Έφτασε στην Αγγλία μαθητής το 1933, έχοντας περάσει το μεγαλύτερο μέρος της μέχρι τότε ζωής του στη Βιέννη και το Βερολίνο (μια ιστορία που θα αφηγηθεί αργότερα στη θαυμάσια αυτοβιογραφία του Συναρπαστικά χρόνια), όπου γνώρισε την άνοδο των Ναζί και ανακάλυψε τον Μαρξ. Στο Κέμπριτζ, στο οποίο σπούδασε τη δεκαετία του ʼ30, είχε την φήμη του παντογνώστη. Την εποχή που δρούσε στον πυρήνα του Κομμουνιστικού Κόμματος, στα δωμάτια κάτω ακριβώς κάτω από το γραφείο του Βιτγκενστάιν, ο νεαρός Χόμπσμπαουμ κλήθηκε να στελεχώσει την περίφημη ομάδα των «Αποστόλων» του Καίμπριτζ. Ανήκε στην αντιφασιστική γενιά, κι από τη στιγμή που έκανε την πολιτική αυτή επιλογή παρέμεινε αφοσιωμένος σʼ αυτήν ολόκληρη τη ζωή του, και ποτέ δεν απολογήθηκε γιʼ αυτό. Η ένταξή του στο κόμμα στάθηκε εμπόδιο όταν άρχισε να αναζητά δουλειά μετά τον Πόλεμο: ακόμα και στην Αγγλία, υπήρχε μια δόση ήπιου μακαρθισμού. Το Κέμπριτζ του γύρισε την πλάτη, αλλά το Birkbeck τον καλωσόρισε. Πάνω από το εστιατόριο Γκαριμπάλντι του Σάφρον Χιλ, έγινε -- μέλος μιας εξαιρετικής λέσχης της Ομάδας Ιστορικών του Κομμουνιστικού Κόμματος (CPHG). Αν σήμερα οι Βρετανοί ιστορικοί συγκαταλέγονται ανάμεσα στα πιο εξωστρεφή και κοσμοπολίτικα τμήματα του ακαδημαικού χώρου, αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην CPHG. Μετά το 1946, τα μέλη του βοήθησαν στον μετασχηματισμό ενός μουχλιασμένου κύκλου που ασχολούνταν με τους θεσμούς, τους βασιλιάδες και τις βασίλισσες, κάνοντας δημοφιλή τη μελέτη των απλών ανθρώπων και θέτοντας την κοινωνική και οικονομική ιστορία στο επίκεντρο του επαγγέλματος. Το περιοδικό Past and Present ήταν μια όαση, ένας καλός αγωγός νέων ιδεών από το εξωτερικό. Ο επαρχιωτισμός της αγγλικής πνευματικής ζωής άρχισε να υποχωρεί. Το γεγονός ότι ο μαρξισμός αποτελούσε την πνευματική γεννήτρια αυτής της επανάστασης, όπως αρέσκονταν να λένε κάποτε οι μαρξιστές, δεν ήταν τυχαίο. Γιατί ο μαρξισμός αποτέλεσε μια φυσική γέφυρα προς άλλες κοινωνικές επιστήμες --ιδιαίτερα την κοινωνιολογία και τα οικονομικά-- όπου συνέβαιναν συναρπαστικά πράγματα· κι ακόμα, ενώ καθιστούσε την Αγγλία (πατρίδα της βιομηχανικής επανάστασης) επίκεντρο της ιστορικής δράσης, την ίδια στιγμή καλλιεργούσε μια παγκόσμια οπτική. Ο Έρικ βρισκόταν στην καρδιά όλων αυτών. Παρόλο που δεν εγκατέλειψε ποτέ το άλλο πάθος του, την τζαζ --για την οποία μας χάρισε εξαιρετικά κείμενα με το ψευδώνυμο Φράνσις Νιούτον-- ταυτοχρόνως καλλιεργούσε δεσμούς με γάλλους, γερμανούς και ιταλούς ιστορικούς, διαμορφώνοντας, μέσα από αυτά, τα ενδιαφέροντα και τις ιδέες του. Ο ιστορικός που είχε πάρει το βάπτισμα του πυρός με την Ιστορία του φαβιανισμού, άρχισε τώρα να γράφει για τους ιταλούς αγρότες και τους νοτιοαμερικανούς ληστές. Κι ύστερα, ξεκίνησε την εξαιρετική τετραλογία του, το οποίο αποτελεί μέχρι σήμερα, για χιλιάδες αναγνώστες, μια συναρπαστική και ανυπέρβλητη εισαγωγή στην παγκόσμια ιστορία, από την Γαλλική Επανάσταση μέχρι τα τέλη του 20ού αιώνα (Η εποχή των επαναστάσεων, Η εποχή του Κεφαλαίου, Η εποχή των αυτοκρατοριών, Η εποχή των άκρων). Ξαναδιαβάζοντας αυτά τα βιβλία, μας συνεπαίρνει η συγγραφική δεινότητα του Χόμπσμπαουμ. Ένα από τα δυσκολότερα πράγματα για έναν ιστορικό είναι να αρθρώσει τα επιχειρήματά του σε ρέοντα λόγο -- κι αυτό ήξερε να το κάνει καλύτερα απʼ όλους. Δεν είχε ανάγκη την «αφηγηματική στροφή» στην Ιστορία, την έμφαση στη διήγηση ιστοριών. Το έργο του είναι γεμάτο ιστορίες. Αλλά οι ιστορίες του μιλούν για τάσεις, κοινωνικές δυνάμεις, και μεγάλης κλίμακας αλλαγές σε μεγάλες αποστάσεις. Το να αφηγηθεί κανείς αυτό το είδος της ιστορίας με τρόπο τόσο καθηλωτικό όσο ένα αστυνομικό μυθιστόρημα είναι μια πραγματική πρόκληση για το ύφος και τη σύνθεση. Στην τετραλογία του, ο Χόμπσμπαουμ μας δείχνει πώς μπορούμε να το πετύχουμε. […] Δεν πρέπει να αναζητάει κανείς στον Χομπσμπάουμ μια διαυγή εκτίμηση των ορίων του κομμουνισμού, όπως δεν θα βρει πολλά στο έργο του για τον ρόλο του φύλου στην Ιστορία (ένα άλλο τυφλό σημείο). Όλοι μας όμως έχουμε τέτοια σημεία. Ελάχιστοι όμως μπορούμε να καταφέρουμε το εκπληκτικό του επίτευγμα: τον μετασχηματισμό της Ιστορίας σʼ ένα παγκόσμιο αφήγημα, στο οποίο ο Χομπσμπάουμ ήταν πρωτοπόρος. Η κληρονομιά του είναι ζωντανή στο ακμαίο και εξωστρεφές επάγγελμα του ιστορικού· μια κληρονομιά το πιο εντυπωσιακό στοιχείο της οποίας έγκειται στο ότι προέρχεται από έναν άνθρωπο που δεν ενδιαφερόταν να δημιουργήσει δική του σχολή. Για όλους όσοι αγαπούν την ιστορία, ο θάνατός του είναι ένα πολύ θλιβερό νέο. Μακάρι τα βιβλία του να διαβάζονται για πολλά χρόνια ακόμη. Ο μαρξισμός και ο Μαρξ του Χομπσμπάουμ Ο ύστερος Μαρξ του Χομπσμπάουμ δεν είναι ο θεωρητικός της παγκόσμιας επανάστασης και του ηγετικού ρόλου του προλεταριάτου. Eίναι ο θεωρητικός της παγκοσμιοποίησης και των κρίσεων, ένας Μαρξ χειραφετημένος, εν τέλει, από την Σοβιετική Ένωση. Ένας Μαρξ για έναν κόσμο στον οποίο υπάρχουν λίγα σημαντικά αντικαπιταλιστικά κόμματα, στον οποίο οι ελπίδες που γέννησε το 1968 (έναντι του οποίου ο Χομπσμπάουμ ήταν αρκετά επιφυλακτικός) δεν έχουν υλοποιηθεί· έναν κόσμο στον οποίο πολλοί συνηγορούν υπέρ της εγκατάλειψης του Διαφωτισμού· έναν κόσμος με ηγέτη της τελευταίας μεγάλης κοινωνικής του επανάσταση του έναν ισλαμιστή φονταμενταλιστή, τον Αγιατολάχ Χομεϊνί. Ο θρίαμβος των νεοφιλελεύθερων οικονομικών πολιτικών, ιδιαίτερα στη Δύση, αποτέλεσε ήττα της παραδοσιακής σοσιαλδημοκρατίας , αφού για την επίτευξη ακόμα και του «minimum» προγράμματός της απαιτείται ένα ισχυρό κράτος. Σύμφωνα με τον Χομπσμπάουμ, ο νεοφιλελευθερισμός προσπάθησε να καταστρέψει όχι τον κομμουνισμό (του οποίου το αδιέξοδο είχε γίνει σαφές), αλλά ακόμα και τον ρεφορμισμό των σταδίων, που υποστήριζαν ο Έντουαρντ Μπερνστάιν και οι Φαβιανοί. Ο Χομπσμπάουμ τοποθετεί την κρίση του μαρξισμού στις κρίσιμες δεκαετίες μετά το 1980. Η κρίση δεν ήταν αμιγώς πολιτική και οικονομική, αλλά και πολιτισμική. Όλο και περισσότερο, οι μεταμοντέρνες προσεγγίσεις έπλητταν τη δυνατότητα κατανόησης των δομών της ανθρώπινης κοινωνίας· σημειώθηκε μια επιστροφή στην απλή αφηγηματική ιστορία, μια περιφρόνηση για τις γενικεύσεις και τη μελέτη της πραγματικότητας, ένας νέος σχετικισμός. Ο Χομπσμπάουμ θεωρούσε την υποχώρηση του μαρξισμού τμήμα μιας ευρύτερης αλλαγής στις κοινωνικές επιστήμες, όπου οι διανοούμενοι εγκατέλειπαν την ορθολογιστική προσπάθεια να δημιουργήσουν μια σφαιρική εικόνα της εποχής μας. Ο Χομπσμπάουμ θεωρεί ότι γιʼ αυτό μεγάλο μερίδιο ευθύνης έχει η εξέγερση των διανοουμένων της δεκαετίας της δεκαετίας 1960, έναντι της οποίας ήταν πολύ κριτικός. Αντιπαθούσε τον αντι-συγκεντρωτισμό τους, την αγάπη τους για το αυθόρμητο, τη μερικότητα, τον τριτοκοσμισμό τους. […] Κατά τη γνώμη μου, ενώ υπερεκτίμησε τη σημασία του μεταμοντέρνου ανορθολογισμού στην πολιτιστική κρίση των τελευταίων τριάντα χρόνια, είχε δίκιο στο ότι οι ολικές εξηγήσεις έχουν ξωπεταχτεί στην αποθήκη, μαζί με τον Μαρξ· αυτό όμως ισχύει κυρίως για τους διανοούμενους. Αν στρέψουμε το βλέμμα μας λίγο πιο πέρα, οι ολικές εξηγήσεις καλά κρατούν. Οι εχθροί της Δύσης εξετάζονται είτε υπό την οπτική του ανορθολογισμού (ισλαμικός φονταμενταλισμός, φανατισμός, τρομοκράτες που ονειρεύονται την αποκατάσταση του χαλιφάτου) είτε της υπεράσπισης των κεκτημένων συμφερόντων (κράτη και θεσμοί) ενάντια στον ατομικισμό της αγοράς. Ο φονταμενταλισμός της αγοράς είναι εξίσου ισχυρός, προσφέροντας μια πλήρη ερμηνεία των πάντων όσο και ο κρατισμός της παλιάς Αριστεράς. Διακηρύσσει, με επικεφαλής τον Χάγιεκ, ότι οι αποφάσεις των εκατομμυρίων καταναλωτών είναι πιο «ορθολογικές» από τις αποφάσεις των πολιτικών και των ελίτ. Ο Χομπσμπάουμ όμως έχει δίκιο όταν επισημαίνει ότι αυτό που έχει χαθεί (προς το παρόν) είναι η πεποίθηση, την οποία συμμερίζονταν όλοι οι πρωταγωνιστές των μεγάλων επαναστάσεων του 18ου και του 19ου αιώνα (της Γαλλικής, της Αμερικανικής και της Βιομηχανικής) ότι μπορούσαν να αλλάξουν την καθεστηκυία κοινωνική τάξη, εγκαθιδρύοντας στη θέση της μια καλύτερη Μπορεί να έχουμε χάσει, έγραφε, αλλά οι υποστηρικτές της άποψης «Αφήστε την αγορά να σαρώσει», ηγεμονικής κατά τα έτη 1973-2008, έχουν χάσει κι αυτοί. Ήταν άραγε μια παρηγοριά, καθώς πίστευε ότι η κατάσταση ήταν πρόσφορη για μια επιστροφή στον Μαρξ, τον θεωρητικό του καπιταλισμού; Ενδεχομένως. Αλλά πρέπει να λάβουμε σοβαρά υπόψη μας την προσταγή του Έρικ Χομπσμπάουμ: να παίρνουμε στα σοβαρά τον Μαρξ και, επιτρέψτε μου να προσθέσω, να παίρνουμε στα σοβαρά την Ιστορία· και να τη σώσουμε από εκείνους που την αντιμετωπίζουν σαν σούπερ μάρκετ, όπου μαζεύει κανείς κάμποσα χρήσιμα στοιχεία, γεμίζει το καλάθι του και τα χρησιμοποιεί για να δικαιώσει την πολιτική που θέλει. Ντόναλντ Σασούν Τις μεταφράσεις (εκτός από τις «Μνήμες της Βαϊμάρης» που μετέφρασε ο Αλέξανδρος Κεσσόπουλος και τα αποσπάσματα της συνέντευξης «World distempers» που μετέφρασε ο Κώστας Σπαθαράκης) έκαναn ο Μάνος Αυγερίδης και ο Στρ. Μπουλαλάκης. Το αφιέρωμα επιμελήθηκε η συντακτική ομάδα των «Ενθεμάτων» σε συνεργασία με την Πόλυ Κρημνιώτη. Το κείμενο του Marc Mazower δημοσιεύθηκε στην «Guardian» (1.10.2012, με πολύ μικρές διαφοροποιήσεις), του Τristram Hunt στην «Guardian» (2.10.2012), του David Sasoon στο Open Democracy (http://www.opendemocracy.net, 5.10.2012) και του Anshel Pfeffer στην «Ηaaretz» (1.10.2012). Σε όλα έχουν γίνει περικοπές, για τις ανάγκες του αφιερώματος. [Σχόλια και συζήτηση για το άρθρο στο ιστολόγιο των Ενθεμάτων]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου