Δευτέρα 24 Αυγούστου 2009

23]«Αν είναι λέει εκεί η μαμά σου και ο μπαμπάς σου » ;
«Σίγουρα μωρό μου εκεί θα είναι καθώς και ο παππούς και η γιαγιά σου και η Ματούλα σας». Απάντησε με μια φωνή γεμάτη ειρωνικό σαρκασμό η Ουρανία περιπαίζοντας την ανασφάλεια του νηπίου.
«Κλείσε εσύ τα ματάκια σου τώρα μέχρι να περάσει η ώρα να βγούμε στο μεγάλο λιμάνι με τα αστραφτερά φώτα. Θα μας περιμένει απ έξω μια μεγάλη ορχήστρα με βιολιά τύμπανα και κιθάρες για το «Καλώς Όρισες» συνέχισε να σαρκάζει η Ουρανία με σαδιστική διάθεση.
«Θα είναι εκεί η μαμά μου»; Εξακολουθούσε να αγωνιά ο μικρός μπόμπιρας με βουρκωμένα μάτια, λες και διαισθανόταν ότι κάτι δεν πάει καλά.
«Και βέβαια θα είναι και θα σου φέρει ένα κουτί λουκούμια και ένα πακέτο καραμέλες».
«Δεν θέλω γλυκά θεία Ράνια θέλω ένα πιστόλι και ένα ποδήλατο».
Καλά μωρό μου σκούπισε εσύ τα ματάκια σου και μην κλαις.
Θα το πώ στον μπαμπά σου μόλις φτάσουμε στον Πειραιά.
Ο Πλούτων με τα σάπια μπροστινά δόντια, και η μοχθηρή και συμφεροντολόγα Ουρανία δεκάρα δεν έδιναν για την οδύνη του μικρού παιδιού και την ψυχολογική κατάσταση του.
Έκαναν όμως υπομονή μέχρι να φτάσουν στον προορισμό τους, για να διαφύγουν τον κίνδυνο της σύλληψης, και της κατηγορίας για αρπαγή μικρού παιδιού με σκοπό το οικονομικό όφελος.
Όλη νύχτα με άπνοια και υψηλή θερμοκρασία, ταξίδευαν για το λιμάνι του Πειραιά. Η Ράνια έστρωσε μια κουβέρτα στο κατάστρωμα κοντά στην γέφυρα του πλοίου. Αγκάλιασε το παιδί για να ηρεμήσει να μην κλαίει, και υποψιαστεί κανείς τίποτα, διότι θα ματαιωνόταν τα σχέδια τους. Ξύπνησε τα ξημερώματα με το παιδί στην αγκαλιά μούσκεμα στον ιδρώτα. Απόθεσε το παιδί που κοιμόταν ακόμη, στο κατάστρωμα και το σκέπασε με την κουβέρτα. Η ίδια παρέμεινε ξύπνια, ανάβοντας το ένα τσιγάρο πάνω στο άλλο. Κοίταζε με απλανές βλέμμα την σκοτεινή θάλασσα, ακουμπισμένη στην κουπαστή, μέχρι το καράβι να πλευρίσει και να δέσει κάβους, στο λιμάνι του Πειραιά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου