Τετάρτη 26 Δεκεμβρίου 2012

Η κρίση και το ελληνικό κομματικό σύστημα


23/12/12
0 σχόλια
0 απαντήσεις
48 εμφανίσεις

Πώς η κοινωνία ήρε την νομιμοποίηση του πολιτικού οικοδομήματος



Νίκος Μαραντζίδης

21/12/2012

Περίληψη Κειμένου και Βιογραφικό Συγγραφέα

Η οικονομική κρίση που έπληξε την Ελλάδα αποτέλεσε τον καταλύτη μιας διαδικασίας που είχε ξεκινήσει μερικά χρόνια νωρίτερα: το δικομματικό πολιτικό σύστημα όπως εφαρμόστηκε στην χώρα είχε φθάσει στα όριά του. Τώρα, η ανάγκη για αποτελεσματική εφαρμογή των απαραίτητων μεταρρυθμίσεων αλλά και η τεράστια έλλειψη εμπιστοσύνης των Ελλήνων στους πολιτικούς και στους θεσμούς οδηγεί το πολιτικό σκηνικό σε ανατροπές.

O ΝΙΚΟΣ ΜΑΡΑΝΤΖΙΔΗΣ είναι αναπληρωτής καθηγητής στο τμήμα Βαλκανικών Σλαβικών και Ανατολικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.



Το 2012 υπήρξε για τις πολιτικές εξελίξεις την Ελλάδα συνώνυμο με την κατάρρευση του δικομματισμού. Τα γεγονότα είχαν προαναγγελθεί νωρίτερα: οι έρευνες γνώμης από το 2011 και μετά, πράγματι παρατηρούσαν μια καθίζηση της δύναμης των δύο κυριοτέρων κομμάτων και την εκλογική ενίσχυση άλλων μικρότερων κομμάτων. Ταυτόχρονα, αποτύπωναν μια συνολική περιφρόνηση ή/και αγανάκτηση απέναντι στο υπάρχον κομματικό σύστημα. Πώς όμως περάσαμε από μια σταθερή περίοδο δικομματισμού σε ένα κατακερματισμένο πολιτικό σύστημα; Ποιες είναι οι πιθανότητες το κομματικό σύστημα να επιστρέψει στο δικομματικό υπόδειγμα;



Η ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΣΗΣ ΜΕΧΡΙ ΤΙΣ ΕΚΛΟΓΕΣ ΤΟΥ 2009



Το ελληνικό κομματικό σύστημα, κατά την περίοδο της Μεταπολίτευσης, μπορεί να χαρακτηριστεί σε γενικές γραμμές δικομματικό. Τα δύο μεγαλύτερα κόμματα της χώρας το σοσιαλιστικό κόμμα (ΠΑΣΟΚ) και το συντηρητικό κόμμα της Νέας Δημοκρατίας, αποτελούν τα κόμματα που εναλλάσσονται στην εξουσία διαρκώς εδώ και 37 χρόνια. Από αυτά τα χρόνια το ΠΑΣΟΚ έχει βρεθεί στην κυβέρνηση περίπου 21 χρόνια και 16 χρόνια η ΝΔ.



Παρά τις κατά καιρούς διακυμάνσεις της εκλογικής δύναμης των δύο μεγαλύτερων κομμάτων, το άθροισμα της δύναμης τους σε όλες τις εκλογές από το 1974 μέχρι το 2009 (με την εξαίρεση αυτών του 1977) ξεπέρασε σταθερά το 70% των έγκυρων ψήφων και το 80% των εδρών στο κοινοβούλιο.







Συνέπεια της εκλογικής και κοινοβουλευτικής ισχύος των δύο μεγάλων κομμάτων υπήρξαν οι παρακάτω συνθήκες:



1. Οι σταθερές μονοκομματικές κυβερνήσεις. Είναι χαρακτηριστικό πως σε 37 χρόνια κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, η χρονική περίοδος των συμμαχικών κυβερνήσεων δεν ξεπερνά τους 15 μήνες

2. Η εκτελεστική εξουσία βρίσκεται στα χέρια του αρχηγού του μεγαλύτερου κόμματος στη βουλή. Χάρη, μάλιστα στην αλλαγή του Συντάγματος του 1985, όπου αφαιρέθηκαν κάποιες ουσιαστικές εξουσίες από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας προς όφελος του πρωθυπουργού, η εξουσία αυτή υπήρξε εξαιρετικά ισχυρή.

3. Με την εξαίρεση των τριών διαδοχικών εκλογών της περιόδου 1989-1990, οι εκλογές διεξάγονται κάθε τρεισήμισι χρόνια περίπου, γεγονός που καθιστά την μεταπολίτευση ως μία από τις σταθερότερες περιόδους της ελληνικής δημοκρατίας.

4. Χαρακτηριστικό του κομματικού συστήματος είναι η αντιπαράθεση ανάμεσα στα δύο μεγάλα κόμματα, που εκφράζουν ιστορικές πολιτικές παρατάξεις της χώρας. Η αντιπαράθεση αυτή οδήγησε κάποιες στιγμές το ελληνικό πολιτικό σύστημα σε περιόδους έντονης πόλωσης (πχ 1985-1989)

5. Ένα σημαντικό τμήμα του εκλογικού σώματος ταυτίζεται με το ένα ή το άλλο μεγάλο κόμμα, ανεξαρτήτως του μεγέθους συμφωνίας του με τις ακολουθούμενες πολιτικές του κόμματος. Η κομματική αυτή ταύτιση είναι συχνά απόρροια των διαιρέσεων που προκάλεσαν μεγάλα πολιτικά γεγονότα του παρελθόντος (π.χ ο εθνικός διχασμός 1915-1922, ο εμφύλιος πόλεμος 1944-1949).

6. Η διαμάχη για την εκλογική αυτοδυναμία κρίνεται συνήθως στο χώρο των μετακινούμενων ψηφοφόρων μεταξύ των δύο κομμάτων. Αυτές οι εκλογικές μετακινήσεις, αν και αποτελούν ένα μειοψηφικό ρεύμα σε ένα σταθερό σε γενικές γραμμές εκλογικό σώμα, εντούτοις αποδεικνύονται καθοριστικές για την έκβαση του εκλογικού αποτελέσματος. Στη βάση αυτή, τα πελατειακά δίκτυα, τα προνόμια σε ομάδες και περιοχές, έχουν ως στόχο κυρίως τούτο: να διατηρήσουν και να διευρύνουν τον κομματικό έλεγχο πάνω στο εκλογικό σώμα.



ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΣΧΥΡΟ ΔΙΚΟΜΜΑΤΙΣΜΟ ΣΤΑ ΠΡΩΤΑ ΣΗΜΑΔΙΑ ΕΞΑΣΘΕΝΙΣΗΣ



Τα πρώτα σημάδια της εξασθένισης του ισχυρού δικομματισμού φάνηκαν στη χώρα αρκετά νωρίτερα από την κρίση. Ήδη από τις βουλευτικές εκλογές του 2007. Σε αυτές τις εκλογές για πρώτη φορά μετά την πτώση της δικτατορίας παρατηρήθηκε το φαινόμενο, την εκλογική αποδυνάμωση του κυβερνητικού κόμματος να μην την καρπώνεται το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης.







Η κρίση του κομματικού συστήματος αποτυπώθηκε επίσης και στις εκλογές για το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο τον Ιούνιο του 2009. Στις εκλογές αυτές καταγράφηκε το μεγαλύτερο ποσοστό αποχής σε εκλογική διαδικασία από το 1974 (47,4%). Επιπλέον το άθροισμα των δύο μεγάλων κομμάτων κινήθηκε σε σχετικά χαμηλά ποσοστά (68%). Βέβαια, οι ευρωεκλογές, λόγω του χαρακτήρα τους ως δευτερεύουσας σημασίας εκλογές, οδήγησαν πολλούς πολίτες να αποδοκιμάσουν το κομματικό σύστημα, είτε μέσω της αποχής είτε με την υπερψήφιση μικρών κομμάτων, χωρίς να αισθάνονται πίεση από τη σημασία των εκλογών.



Ολοένα και περισσότερο γινόταν αντιληπτό, πάντως, πως στην Ελλάδα αρχίσαμε να ζούμε μια κρίση αντιπροσώπευσης, της οποίας τα χαρακτηριστικά σημάδια ήταν η απαξίωση των πολιτικών και των πολιτικών κομμάτων από τους πολίτες. Καθώς περνούσαν τα χρόνια και απομακρυνόμασταν από την στρατιωτική δικτατορία των ετών 1967-1974, οι πολίτες εμπιστεύονταν ολοένα και λιγότερο τα πολιτικά κόμματα, τους πολιτικούς, το Κοινοβούλιο και τις κυβερνήσεις.







ΤΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΡΙΣΗΣ



Η προκήρυξη των πρόωρων εκλογών της 4ης Οκτωβρίου 2009 ανακοινώθηκε αιφνίδια από τον πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Καραμανλή μέσω τηλεοπτικού διαγγέλματος στις 2 Σεπτεμβρίου του 2009. Ο πρωθυπουργός επικαλέστηκε ως λόγους για την απόφασή του, την δυσχερή κατάσταση της ελληνικής οικονομίας, λόγω της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης και την άρνησης του ΠΑΣΟΚ να ψηφίσουν από κοινού Πρόεδρο Δημοκρατίας την άνοιξη του 2010, γεγονός που θα υποχρέωνε την κυβέρνηση να προσφύγει στις κάλπες.



Η προεκλογική περίοδος υπήρξε, αναμφίβολα, η τελευταία περίοδος, όπου πρυτάνευσε η ψευδαίσθηση της ευδαιμονίας στην οποία πίστευε πως βρισκόταν η ελληνική κοινωνία. Οι εκλογές σημαδεύτηκαν από τις προεκλογικές υποσχέσεις των σοσιαλιστών του Γ. Παπανδρέου για κοινωνικές παροχές. Αυτές οι υποσχέσεις αποτυπώθηκαν στη φράση «λεφτά υπάρχουν» (επρόκειτο για μια απάντηση σε συνέντευξη τύπου του μετέπειτα πρωθυπουργού Γ. Παπανδρέου στο ερώτημα πού θα βρεθούν τα χρήματα για παροχές). Από την άλλη, η απερχόμενη κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας εστίασε την στρατηγική της στην ανάγκη μιας πιο σφικτής δημοσιονομικής πολιτικής, γεγονός που σχετιζόταν, σύμφωνα με τον απερχόμενο πρωθυπουργό Κ. Καραμανλή, με τις αρνητικές συνέπειες της διεθνούς κρίσης.



Το εκλογικό αποτέλεσμα δικαίωσε τη στρατηγική του «λεφτά υπάρχουν» του Γ. Παπανδρέου. Το ΠΑΣΟΚ πέτυχε στις εκλογές αυτές μια από τις σημαντικότερες εκλογικές του επιτυχίες, αφήνοντας πίσω του δέκα ολόκληρες μονάδες τη Νέα Δημοκρατία του Κ. Καραμανλή, ο οποίος μετά την εκλογική πανωλεθρία του κόμματος του, παραιτήθηκε από πρόεδρος της «Νέας Δημοκρατίας» ανοίγοντας τον δρόμο για την ανάδειξη νέου αρχηγού στη ΝΔ. Πράγματι, τον Νοέμβριο του 2009, μετά από ψηφοφορία στην οποία συμμετείχαν 780.000 μέλη και ψηφοφόροι της ΝΔ, πρόεδρος αναδείχτηκε ο Α. Σαμαράς.







Ο εκλογικός θρίαμβος του ΠΑΣΟΚ, πολύ γρήγορα επισκιάστηκε από δραματικά οικονομικά προβλήματα. Μέσα σε ελάχιστους μήνες και μετά από μια σειρά παλινωδιών και άστοχων κινήσεων, η κυβέρνηση βρέθηκε να ομολογεί την ανάγκη να προσφύγει στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΔΝΤ προκειμένου, η χώρα να βρει δανειακή χρηματοδότηση για να μην χρεοκοπήσει. Τελικά, την προσφυγή της Ελλάδας στο μηχανισμό στήριξης ΕΕ – ΔΝΤ – ΕΚΤ ανακοίνωσε ο Πρωθυπουργός την Παρασκευή 23 Απριλίου 2010 από το ακριτικό νησί Καστελόριζο με μια δραματική δήλωση.



Η προσφυγή της χώρας στον μηχανισμό στήριξης βρήκε την κυβέρνηση απομονωμένη. Τόσο η Νέα Δημοκρατία όσο και τα δύο κόμματα της κομμουνιστικής και μετα-κομμουνιστικής αριστεράς (ΚΚΕ και ΣΥΡΙΖΑ) αντιτάχθηκαν έντονα στην επιλογή προσφυγής στο μηχανικό στήριξης. Ιδιαίτερα οξύς, ο Α. Σαμαράς με μια σειρά δημόσιες εμφανίσεις και δηλώσεις του, καταδίκασε την κυβερνητική επιλογή. Υπέρ της ψήφισης του μνημονίου τάχθηκε το κόμμα του Γ. Καρατζαφέρη, το ΛΑΟΣ.



Γενικότερα, η συζήτηση γύρω από το μνημόνιο και συνολικότερα ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός της χώρας λειτούργησαν σαν μια νέα διαίρεση στη χώρα. Ήταν η πρώτη φορά μετά την είσοδο της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση που το ζήτημα αυτό απασχόλησε τόσο πολύ τη δημόσια συζήτηση και την αντιπαράθεση των κομμάτων. Η διαίρεση αυτή είχε αντίκτυπο και στο εσωτερικό των κομμάτων. Είναι χαρακτηριστικό πως η αντίπαλος του Α. Σαμαρά για τη θέση του προέδρου της Νέας Δημοκρατίας, Ντόρα Μπακογιάννη, ψήφισε υπέρ του μνημονίου, γεγονός που είχε ως επακόλουθο την διαγραφή της από το κόμμα.



Η προσφυγή στο ΔΝΤ τραυμάτισε σοβαρά την εικόνα του τότε πρωθυπουργού Γ. Παπανδρέου και του υπουργού του επί των Οικονομικών Γ. Παπακωνσταντίνου. Όπως φαίνεται από τις έρευνες γνώμης, μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα μειώθηκε δραματικά η εμπιστοσύνη των πολιτών απέναντι στους δύο βασικούς διαχειριστές της κατάστασης.







Η ψήφιση των οικονομικών μέτρων (περικοπή μισθών και αύξηση φόρων) προκειμένου να αντιμετωπισθεί το δημοσιονομικό έλλειμμα και να ενεργοποιηθεί το πακέτο βοήθειας, είχε ως συνέπεια να ξεσπάσουν μεγάλες απεργιακές διαδηλώσεις σε όλη τη χώρα αλλά ιδιαίτερα στην Αθήνα. Στις 5 Μαΐου συγκλόνισαν τη χώρα και τη διεθνή κοινή γνώμη, οι τρεις νεκροί εργαζόμενοι σε τράπεζα που κάηκαν μετά από ρίψη μολότοφ από άγνωστους διαδηλωτές. Τα γεγονότα αυτά που έμειναν ως γνωστά ως «τα γεγονότα της Μαρφίν» (από το όνομα της τράπεζας που δούλευαν οι τρεις νεκροί) συνέβαλαν εντονότερα στη διαμόρφωση ενός κλίματος αστάθειας και αβεβαιότητας.



Παρά την δραματική πτώση της δημοτικότητας της κυβέρνησης, σε όλο το 2010, αυτή εξακολούθησε να έχει την πολιτική κατάσταση υπό σχετικό έλεγχο. Τούτο οφείλεται σε τρεις βασικούς παράγοντες: α) ήταν πολύ νωπή ακόμη η νίκη της στις βουλευτικές εκλογές του Οκτωβρίου του 2009, β) οι πολίτες δεν είχαν ακόμη βιώσει την οικονομική κρίση πολύ έντονα καθώς τα οικονομικά μέτρα ήταν περισσότερο στοιχείο της δημόσιας συζήτησης παρά ατομικό βίωμα στο εισόδημα των φορολογούμενων, γ) υπήρχε η αισιοδοξία σε ένα μεγάλο τμήμα της κοινής γνώμης πως μετά από κάποιο διάστημα προσαρμογής 1-2 χρόνων όπου θα λαμβάνονταν τα κατάλληλα μέτρα, η οικονομία μπορούσε να ανακάμψει και τα βασικά προβλήματα να ξεπεραστούν. Έτσι είχε συμβεί και κατά το παρελθόν. Όπως τελικά αποδείχτηκε, η ελληνική κοινωνία είχε να βιώσει τέτοια κρίση ουσιαστικά από την εποχή του δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και δεν υπήρχε πραγματικά καμία γνώση και αίσθηση από τους περισσότερους Έλληνες για το βάθος του προβλήματος.



Οι δημοτικές εκλογές που διεξήχθησαν τον Νοέμβριο του 2010, επιβεβαίωσαν πως οι Σοσιαλιστές διατηρούσαν ακόμη τον έλεγχο της κατάστασης. Το ΠΑΣΟΚ κέρδισε 8 από τις 13 Περιφέρειες, ενώ η ΝΔ τις άλλες πέντε Περιφέρειες. Επίσης το ΠΑΣΟΚ κέρδισε τους δύο μεγαλύτερους δήμους της χώρας (Αθήνα και Θεσσαλονίκη).



Τα πράγματα θα πάρουν νέα τροπή όταν θα εμφανιστούν την άνοιξη του 2011 οι «αγανακτισμένοι». Πρόκειται για την ελληνική μεταφορά του κινήματος των Ισπανών «indignados» ή του κινήματος Occupy Wall Street (OWS). Για πολλές μέρες, καθημερινά, εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες συγκεντρώνονταν στην πλατεία Συντάγματος στην Αθήνα και στις κεντρικές πλατείες των άλλων μεγάλων πόλεων, για να διαδηλώσουν εναντίον της κυβέρνησης, μετά από την εισαγωγή για ψήφιση στο κοινοβούλιο νέων μέτρων λιτότητας. Οι «αγανακτισμένοι» προκάλεσαν τεράστιους τριγμούς στο πολιτικό σύστημα. Το πρόβλημα δεν αφορούσε πλέον μόνο την κυβερνητική πλειοψηφία που ψήφιζε τα μέτρα. Αφορούσε στην πραγματικότητα στο σύνολο του πολιτικού συστήματος. Πολλά χρόνια επιπόλαιας διακυβέρνησης (στηριγμένης κυρίως σε ισχυρά πελατειακά δίκτυα και σπατάλη του δημοσίου χρήματος υπό την πίεση μιας ισχυρής κρατικιστικής ιδεολογίας) σε συνδυασμό με το κόστος των μέτρων που έπρεπε να ληφθούν οδήγησαν τα πράγματα σε μια κατάσταση που εξελίχθηκε δυναμικά από κρίση αντιπροσώπευσης σε κρίση νομιμοποίησης του πολιτικού συστήματος. Η διαφορά είναι ουσιώδης.



Η κρίση αντιπροσώπευσης συνδέεται με μια εκτεταμένη δυσφορία για το κομματικό προσωπικό, και εκφράζεται με την αδιαφορία των εκλογέων για την πολιτική και τη ροπή προς την αποχή από τις εκλογές, την επιλογή ακραίων κομμάτων και γραφικών υποψηφίων. Η κρίση νομιμοποίησης είναι κάτι βαθύτερο. Υποσκάπτει το σύνολο των προσώπων και των θεσμών που σχετίζονται με το πολιτικό σύστημα, όλες τις πολιτικές, οικονομικές και πνευματικές ελίτ και εξωτερικεύεται με ψυχολογία όχλου, μηδενιστική φιλοσοφία και βίαιη συμπεριφορά. Ταυτόχρονα, η κρίση νομιμοποίησης, μέσα σε ένα φιλελεύθερο συνταγματικό πλαίσιο όπως το ελληνικό, συνδέεται με ισχυρή κοινωνική ζήτηση για αυταρχισμό.



Η απόλυτη ένδειξη της κρίσης νομιμοποίησης είναι η αδυναμία του κράτους να επιβάλει το νόμο και την τάξη. Το γεγονός πως εγκληματικές ομάδες ή ομάδες φανατικών μπορούν και επιβάλουν τη θέλησή τους στο δημόσιο χώρο χωρίς να μπορεί το κράτος να αντιδράσει αποτελεσματικά ανακαλεί στη σκέψη πολλών το πλαίσιο της δημοκρατίας της Βαϊμάρης.



Τα Μέσα Επικοινωνίας παίζουν έναν καθοριστικό ρόλο σε όλη αυτήν την κατάσταση. Ο λαϊκισμός που εκτοξεύεται μέσα από τα τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων και τις άλλες εκπομπές αναπαράγει και εντείνει την κρίση. Κάτω από την επήρεια ενός ολοένα και αυξανόμενου λαϊκισμού, οι πολίτες μετατρέπονται σε ανορθολογικά υποκείμενα. Ο λαϊκισμός μετατρέπει τους πολίτες σε μια άλογη μάζα που περιφέρεται προς απροσδιόριστες κατευθύνεις, όπως ένα ακυβέρνητο καράβι. Ο λαϊκισμός μολύνει διαρκώς και μεγαλύτερα τμήματα του πολιτικού οικοδομήματος της χώρας, κάνοντας ολοένα και πιο αισθητή την κυριαρχία του.



Μετά τη Σύνοδο Κορυφής της 26ης Οκτωβρίου 2011, στην οποία αποφασίστηκε ουσιαστικά το «κούρεμα» του χρέους και μετά από συνεχείς διαμαρτυρίες των πολιτών, ο πρωθυπουργός, προκειμένου να κερδίσει χρόνο στην εξουσία, πήρε ένα ρίσκο μέσω ενός «θεσμικού τεχνάσματος»: την προσφυγή σε δημοψήφισμα. Επρόκειτο αναμφίβολα για μια κίνηση υψηλού ρίσκου τόσο για τον ίδιο όσο και για την κυβέρνησή του, αλλά εντέλει και την ίδια τη χώρα. Μετά από δραματικές εξελίξεις τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό, ο Γ. Παπανδρέου οδηγήθηκε σε παραίτηση.



Έπειτα από συμφωνία τριών κοινοβουλευτικών κομμάτων, του κυβερνώντος κόμματος ΠΑΣΟΚ, του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης «Νέα Δημοκρατία» και του Λαϊκού Ορθόδοξου Συναγερμού (ΛΑΟΣ), ορίστηκε πρωθυπουργός ο οικονομολόγος πρώην αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Λουκάς Παπαδήμος. Η κυβέρνηση, που θεωρήθηκε μεταβατική, απέβλεπε στην επίτευξη των στόχων που προέβλεπαν «οι συμφωνίες της Συνόδου Κορυφής των ηγετών της Ευρωζώνης της 26ης Οκτωβρίου 2011», την «εφαρμογή της οικονομικής πολιτικής που συνδέεται με τις αποφάσεις αυτές» και την διεξαγωγή εκλογών στις αρχές του επόμενου χρόνου, έπειτα από την ολοκλήρωση των απαραίτητων διεργασιών.



Η κυβέρνηση Παπαδήμου ορκίστηκε στις 11 Νοεμβρίου 2011 με την συμμετοχή στο κυβερνητικό σχήμα 38 στελεχών της προηγούμενης κυβέρνησης Παπανδρέου και έξι στελεχών από τη Νέα Δημοκρατία και τεσσάρων από το ΛΑΟΣ. Η κυβέρνηση αυτή έφερε προς ψήφιση στη Βουλή το «Μνημόνιο 2», όπως ονομάστηκε. Τελικά, τον Φεβρουάριο του 2012, με 199 «ναι» (σε σύνολο 300 βουλευτών) υπερψηφίστηκε στη Βουλή το νομοσχέδιο του υπουργείου Οικονομικών «Έγκριση Σχεδίων Συμβάσεων και Μνημονίου για τη μείωση του δημοσίου χρέους και τη διάσωση της εθνικής οικονομίας».



Στην ψηφοφορία στη Βουλή πήραν μέρος 278 βουλευτές. Το νομοσχέδιο υπερψήφισαν 199, ενώ καταψήφισαν 74. Πέντε βουλευτές δήλωσαν «παρών», ενώ απουσίαζαν από την ψηφοφορία 22 βουλευτές. Είκοσι βουλευτές του ΠΑΣΟΚ, παρά την κομματική γραμμή, καταψήφισαν το νομοσχέδιο ή απείχαν από την ψηφοφορία. Το νομοσχέδιο καταψήφισαν είκοσι βουλευτές της ΝΔ και ένας συνάδελφός τους απείχε. Για άλλη μια φορά, το ζήτημα της αντιμετώπισης της κρίσης χρέους διαιρούσε τα πολιτικά κόμματα.



Τα αποτελέσματα των εκλογών του Μαΐου και του Ιουνίου 2012 ξεπέρασαν τις προβλέψεις και των πλέον απαισιόδοξων. Ο δικομματισμός ηττήθηκε και τα πολιτικά άκρα ενισχύθηκαν. Η πλέον ανησυχητική και δραματική εξέλιξη είναι αναμφισβήτητα αυτή της Χρυσής Αυγής. Ένα νεοναζιστικό κόμμα, το μόνο στην Ευρώπη με τέτοια εκλογική δύναμη, βρέθηκε στα έδρανα του κοινοβουλίου. Η νέα κυβέρνηση συνεργασίας με πρωθυπουργό τον Α. Σαμαρά συγκροτήθηκε στη βάση μιας «μίνιμουμ» συμφωνίας για τη διαχείριση του μνημονίου και των σχέσεων της κυβέρνησης με την Τρόικα. Όλους αυτούς τους μήνες μετά τις εκλογές του Ιουνίου μέχρι σήμερα, το υπ’ αριθμόν ένα ζήτημα στην ατζέντα της κυβέρνησης είναι αυτό της συμφωνίας με την Τρόικα με στόχο την εκταμίευση της επόμενης δόσης.



ΑΝΤΙΣΥΣΤΗΜΙΚΕΣ ΠΙΕΣΕΙΣ



Μετά από τριάντα οκτώ χρόνια λειτουργίας της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας τα γνωρίσματα της σημερινής κατάστασης είναι τα εξής: α) οι πολιτειακοί θεσμοί δείχνουν ανήμποροι να ανταποκριθούν στις νέες συνθήκες, β) τα κυρίαρχα κόμματα της μεταπολίτευσης αποσυντίθενται και μεταλλάσσονται με εντυπωσιακούς ρυθμούς, γ) το κομματικό σύστημα κινείται προς την κατεύθυνση του ακραίου και πολωμένου πολυκομματισμού, δ) οι πολιτικές ηγεσίες ανίκανες προς το παρόν να διασφαλίσουν την ευημερία των πολιτών δείχνουν αμήχανες και φοβισμένες ε) οι πολίτες εκδηλώνουν πρωτοφανή οργή απέναντι στο υπάρχον πολιτικό σύστημα, στ) το κράτος αδυνατεί να προστατεύσει τη δημόσια ασφάλεια την ώρα που η δημοκρατική νομιμότητα τίθεται διαρκώς υπό αμφισβήτηση, και ζ) η εμφάνιση ενός κόμματος όπως η Χρυσή Αυγή προσθέτει ένταση σε ένα ήδη τεταμένο κλίμα.



Πάντως, κανείς δεν είναι σε θέση να προβλέψει με ακρίβεια τι μπορεί να συμβεί στο κομματικό σύστημα μέσα στους επόμενους μήνες. Η αιτία είναι πως πολλά εξαρτώνται, πρώτα και κύρια, από μια σειρά πολύπλοκων εξελίξεων σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο. Μια αποτυχία της χώρας να ξεπεράσει τους σκοπέλους που θα βρεθούν μπροστά της θα έδινε το τελειωτικό χτύπημα στο παραπαίον κομματικό σύστημα. Μια ανεξέλεγκτη χρεοκοπία θα ήταν κάτι που θα ισοδυναμούσε με πολιτικό σεισμό ισοδύναμου μεγέθους με αυτόν της Μικρασιατικής Καταστροφής.



Τι σημαίνει, όμως, πρακτικά μια τέτοια κατάσταση; Είναι απολύτως βέβαιο, πως έχουμε εισέλθει εδώ και κάποιο διάστημα στον κόσμο της πολιτικής αβεβαιότητας και ανασφάλειας. Θα πρέπει, ίσως, να ξεχάσουμε για κάποιο διάστημα τις σταθερές κυβερνήσεις και κυρίως τις ισχυρές πολιτικές ηγεσίες.



Η ουσία, πάντως, της υπόθεσης βρίσκεται στο παρακάτω απλό ερώτημα: το πιθανό τέλος του δικομματισμού θα αποτελέσει μια θετική εξέλιξη για τη χώρα; Η απάντηση δεν είναι εύκολη, και το πιο σώφρον θα ήταν να απαντήσει κάποιος: εξαρτάται. Πάντως, ο κατακερματισμός του κομματικού συστήματος έχει ως συνέπεια να ενταθούν οι αντισυστημικές πιέσεις. Είναι σαφές, κατά τη γνώμη μου, λαμβάνοντας υπόψη την κουλτούρα της ελληνικής πολιτικής ζωής, ότι ένα τοπίο ακραίου και πολωμένου πολυκομματισμού είναι δύσκολο να εγγυηθεί στους πολίτες μερικά βασικά δημόσια αγαθά, όπως είναι η πολιτική σταθερότητα και η ασφάλεια. Η ανησυχία για την ικανότητα να διακυβερνηθεί η χώρα σε ένα τέτοιο κοινοβουλευτικό περιβάλλον πρέπει να θεωρηθεί, λοιπόν, απολύτως κατανοητή.



ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΕΣ ΟΙ ΘΕΣΜΙΚΕΣ ΑΛΛΑΓΕΣ



Έχουμε, σήμερα, την ανάγκη να προχωρήσουμε σε άμεσες αλλαγές τόσο θεσμικού χαρακτήρα όσο και νοοτροπίας αν δεν θέλουμε να επικρατήσουν στο άμεσο μέλλον ανεξέλεγκτες καταστάσεις. Πρέπει να οικοδομήσουμε, εκ νέου, ένα θεσμικό συνεργατικό πλαίσιο, ένα πλαίσιο συναίνεσης μεταξύ των βασικών πολιτικών παικτών (κομμάτων και ομάδων πίεσης), αυτών τουλάχιστον που δηλώνουν πως ενδιαφέρονται για την επιβίωση και την ανάπτυξη της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας στη χώρα.



Είναι αληθές πως ο δικομματισμός της μεταπολίτευσης πέτυχε να διατηρήσει ένα επίπεδο πολιτικής και κοινωνικής σταθερότητας για σχεδόν τρεις δεκαετίες. Ενσωματώνοντας αιτήματα και κοινωνικές δυνάμεις μέσα στους δημοκρατικούς πολιτικούς θεσμούς και λειτουργώντας με κεντρομόλο τρόπο, ο δικομματισμός κατάφερε να περιορίσει τις επικίνδυνες συγκρούσεις. Απλώς αυτό έγινε με λανθασμένο και σπάταλο τρόπο.



Ο δικομματισμός της μεταπολίτευσης, όμως, έχει τελειώσει. Οι επιλογές που έχουμε τώρα είναι δύο: είτε να ακολουθήσουμε την οδό μιας ιδεολογικής πόλωσης που σε αυτή τη φάση μπορεί να οδηγήσει τη χώρα σε περιπέτειες είτε να αναζητήσουμε τις μεθόδους για συναινετικές λύσεις με υποχωρήσεις από όλους. Αν επιθυμούμε το δεύτερο, η συζήτηση για τον εκλογικό νόμο πρέπει να ανοίξει σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα.



Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.

All rights reserved.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου